Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Η πόλη


Το σούρουπο, όταν ο ήλιος αποκτά εκείνη την απόκοσμη λάμψη, ακριβώς την ώρα πριν κρυφτεί πίσω από τα βουνά, η ψυχή μου αναριγά από ανυπομονησία. Βγαίνω από το σπίτι και περιδιαβαίνω τα στενά της πόλης… Αυτής της πόλης που αρχίζει και ησυχάζει σιγά – σιγά, που καταδύεται στη νύχτα…
Μου αρέσει να βλέπω τα φώτα των σπιτιών να ανάβουν ένα – ένα, να μπορέσουν να κρατήσουν τη μέρα λίγο ακόμη. Λίγη από τη λάμψη του ήλιου, παραίσθηση ασφάλειας. Τα φώτα των σπιτιών πάντα ανάβουν νωρίτερα από αυτά της πόλης.
Στην πόλη αρέσει το σκοτάδι. Μπορεί να κρύψει όλα τα άσχημα, όλο το κακό της ημέρας το εξορκίζει με λόγια που μόνο αυτή ξέρει να ψιθυρίζει… Λόγια, μυστικά και ανείπωτα. Μυστηριακά ξόρκια που μόνο οι αλήτες και τα αδέσποτα της γνωρίζουν. Ναι, αυτοί γνωρίζουν γιατί είναι παιδιά της… σάρκα από την σάρκα της, ένα με αυτήν.
Προχωρώ και ακούω την ανάσα της, τους παλμούς της. Περπατώ. Δεν με ενδιαφέρει που πάω. Δεν κοιτώ κάτι συγκεκριμένο. Την αφήνω να μου στείλει αυτή τα σημάδια. Θα με πάει όπου θέλει, θα μου δείξει αυτά που θέλει… Θα μου πει τις ιστορίες που εκείνη θέλει με την σειρά που θα διαλέξει…
Έχει νυχτώσει πια. Μια φωνή ακούγεται, μια μάνα φωνάζει το παιδί της, πιο κάτω κάποια γυναίκα κλείνει τα πατζούρια να μείνει το σκοτάδι έξω… Περπατώ… Περιπλανιέμαι στους δρόμους, τους τόσο γνωστούς και άγνωστους. Αφουγκράζομαι, στέκομαι κάθε λίγο στις σκιές…γίνομαι ένα με αυτές, παρακολουθώ, παρατηρώ…
Μια γάτα ψάχνει στα σκουπίδια το βραδινό της, τρομάζει από τα βήματα μου και όμως δεν τρέχει να κρυφτεί… Κάθεται, με κοιτά, με παρατηρεί, αφουγκράζεται και αυτή για ύποπτους ήχους… Φεύγω, την αφήνω στην ησυχία της, περπατώ αργά, βυθισμένη στις σκέψεις μου, φτιάχνοντας ιστορίες… περιμένοντας να συμβεί το απρόσμενο, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο… να μην ανησυχήσω τους νυχτοπερπατητές…
Ανηφορίζω σε ένα μικρό δρομάκι που μοιάζει παραμυθένιο, μπουκαμβίλιες στα μπαλκόνια, γιασεμιά και βασιλικοί…μεθυστικό άρωμα άνοιξης με ναρκώνει… κοιτώ προς τον ουρανό, έχει ένα πανέμορφο μαυροκόκκινο χρώμα, τα άστρα έχουν κρυφτεί.
Περπατώ και σιγοτραγουδώ ένα παλιό τραγουδάκι : «φεγγαράκι μου λαμπρό…..»
Διαπιστώνω πως το φεγγαράκι που επικαλούμαι δεν υπάρχει, και πως, αν και η νύχτα έχει μια παράξενη λάμψη, αυτό δεν φαίνεται πουθενά! Αλήθεια, σε πια φάση βρίσκεται; Νομίζω πως κάτι άκουσα σήμερα το πρωί για πανσέληνο… μπααα, δεν θα θυμάμαι καλά.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…»
Τι γίνεται; Δεν ακούγεται κανένας ήχος… Δεν έχω ξανάρθει σε αυτή την γειτονιά, δεν ήξερα πως υπήρχαν κτίρια πρώιμης βιομηχανικής περιόδου στην πόλη… Μα δεν έχει κατοίκους εδώ; Είναι δυνατόν; Αφού είμαι στο κέντρο… λες να απομακρύνθηκα τόσο πολύ και να μην το κατάλαβα; Ας ανέβω σε αυτή την ανηφορίτσα θα έχω καλύτερη εποπτεία για το που βρίσκομαι… Θα βρέξει; Μα τι χρώμα έχει αυτός ο ουρανός; Τέλος πάντων, ας προχωρήσω λίγο ακόμη, τελικά αυτή η ανηφόρα είναι πιο μεγάλη απ’ ότι αρχικά νόμιζα!
Επιτέλους! Για να δω που είμαι ας στηριχθώ σε αυτό το τοιχάκι… Τι είδους περίφραξη είναι αυτή; Σαν τείχος κάστρου μου μοιάζει… Αν είναι δυνατόν! Μου φαίνεται πως έχω παρανοήσει! Μα τι βρίσκεται εκεί κάτω; Δεν νομίζω να απομακρύνθηκα τόσο πολύ, λες και είμαι σε άλλη πόλη! Που είναι το νοσοκομείο; Για να δω… Θα πρέπει να βρίσκεται ανατολικά… Ακριβώς δίπλα στο μικρό μας άλσος… Για να δω… Μάλλον μπερδεύτηκα, α στο καλό! Ας πάω λίγο πιο πέρα, δεν μπορεί, κάτι θα αναγνωρίσω…
Μήπως να ‘ τρεχα; Δεν μου αρέσει και τόσο αυτή η γειτονιά, ας βγάλω το κινητό μου να το ‘χω πρόχειρο… καλού – κακού… ποτέ δεν ξέρεις. Έχω μπαταρία; Για να δω. Όχι ρε γαμώτ… Δεν έχω σήμα… δεν φαίνεται καν το logo της κινητής;! Μα είναι δυνατόν; Αφού είμαι σε ανοιχτό χώρο, σε ύψωμα, δεν μπορεί να είναι νεκρό… Θα κάνω μια κλήση SOS στην αστυνομία, εξάλλου μάλλον χάθηκα… στο κάτω – κάτω μισή ντροπή δική τους, μισή δική μου. Εντάξει το πολύ – πολύ να με πουν χαζή. Και τι έγινε; Πρώτη φορά θα ‘ναι; Χαχαχαχα! Θυμάμαι τότε που πήρα την πυροσβεστική… χαχαχα… ναι είχε πολύ πλάκα! Φυσικά η κατσάδα που έφαγα γιατί απασχόλησα την υπηρεσία τους για βλακείες όπως μου βροντοφώναξε ο διοικητής δεν μου άρεσε καθόλου, ντράπηκα πάρα πολύ… Όμως τώρα… τώρα είναι διαφορετικά! Έχω χαθεί και είναι βράδυ. Θα τους εξηγήσω. Ναι, τώρα είναι διαφορετικά.
Για να δω… Μα τι;!
Ε, όχι δεν το πιστεύω αυτό! Δεν μπορώ να πάρω ούτε την αστυνομία… το κινητό είναι νεκρό, δεν ακούγεται τίποτα! Είχε νομίζω…α! θα το βάλω να ψάξει για διαθέσιμα δίκτυα! Που ήταν τώρα αυτό; Πως το βρίσκουν; Χμμμ, εδώ νομίζω… ναι. Για να δούμε…
Τίποτα!
Τώρα; Τι να κάνω; Θα πάω πίσω και θα κατέβω το στενό από κει που ήρθα… ναι μωρέ! Τι βλακεία, πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν; Άδικα πανικοβλήθηκα! Για να δούμε, εξάλλου δεν έχω απομακρυνθεί ούτε 100 μέτρα.
Που είναι; Μα δεν… εδώ ήταν. Είμαι σίγουρη! Εδώ ήταν όχι ρε π… μου δεν είναι δυνατόν να χάθηκα! Να το τειχάκι, το τείχος, ότι είναι τέλος πάντων… Εδώ κάθισα, κοίταξα, δεν κατάλαβα που είμαι και προχώρησα… Για μισό… άνθρωπος! Κάποιος έρχεται προς τα εδώ! Ευτυχώς δεν είναι άδεια αυτή η γειτονιά! Θα τον ρωτήσω, άμα μένει εδώ θα ξέρει να μου πει πώς να γυρίσω πίσω. Πλησιάζει… Μα καλά τι φοράει; Δεν είμαστε καλά! Τέλος πάντων, εγώ θα τον ρωτήσω.
«Μισό λεπτό κύριε, να σας κάνω μια ερώτηση. Μήπως ξέρετε πως…»
Όχι. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί! Δεν έχει… Δεν έχει… Δεν…
Τρέξε ηλίθια!
Τρέξε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου