Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Φεύγοντας


Σας παρακαλώ, βοηθήστε με, δεν ξέρω που είμαι, σας παρακαλώ, μη φοβάστε, ακούστε με, σας εκλιπαρώ, ακούστε με…να, θα κάτσω εδώ, λίγο πιο μακριά σας… μην φοβάστε, μόνο ακούστε με, ίσως να μπορείτε να με βοηθήσετε… Εγώ… να… ήθελα να πω, πως το μόνο που θυμάμαι, τα μόνα πράγματα που θυμάμαι για μένα, ξεκινάνε με αυτήν τη λέξη:
Φεύγοντας…
αφήνοντας την αιώνια λιακάδα…
Φεύγοντας…
αφήνοντας τον τόπο της προσμονής… της ελπίδας…
Το μυαλό γυρίζει πίσω σ’ αυτά που ήταν, σ’ αυτά που δεν θα είναι πια.
Μικρή αγωνία, ένας κόμπος στο στομάχι, υπενθύμιση ευτυχίας.
Φοβάμαι; Δεν ξέρω. Είμαι λυπημένη; Και τι είναι αυτό; Έχω ξεχάσει…
Δεν ήθελα να μιλήσω γιατί φοβόμουν… Δεν μίλησα γιατί πονούσα. Τρελή και ανόητη αυτό ήμουν, αυτό είμαι. Ανάξια για όσα συνέβησαν, ανάξια γι’ αυτά που δεν θα άφηνα να συμβούν…
Γιατί; Και ποιος να ξέρει άραγε; Μήπως οι θεοί; Αυτοί έχουν φύγει εδώ και καιρό, δεν τους νοιάζει πια. Μας έχουν αφήσει μόνους να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Μικρά ανόητα ανθρωπάρια, μικρά και ανόητα ανθρωπάρια, μικρή και ανόητη Antumiel, ναι, είμαι τραγικά ανόητη.
Είμαι μια εκπεσούσα πλέον, μόνο αυτό θυμάμαι… τίποτα άλλο, μόνο αυτό. Έχω πέσει… από πού; Είμαι εκπεσούσα, από πού; Δεν θυμάμαι, μόνο αναλαμπές έχω, déjà vu μιας παλιότερης ζωής. Ποιος ξέρει πια που. Πότε; Ποιος; Γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα; Δεν ξέρω… το μυαλό μου θολό δεν θυμάμαι πλέον τίποτα… δεν θυμάμαι ποια είμαι, που πάω, για ποιο λόγο ήρθα εδώ… Για ποιο λόγο ήρθα εδώ…
Το μυαλό μου είναι νεκρό, δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Μόνο σκόρπια συναισθήματα θλίψης και απαξίωσης, σκόρπια συναισθήματα μιας άλλης ζωής αλλού…
Η αιώνια λιακάδα… κάπου αλλού, σε κάποια άλλη ζωή σε κάποιον άλλο κόσμο…
Που;
Κοιμάμαι και ξυπνάω αυτοματικά, χωρίς να θυμάμαι τίποτα και χωρίς τίποτα να με αγγίζει… και όμως με κάποιο τρόπο το ξέρω πως φταίω εγώ… για όλα εγώ…
Εγώ το διάλεξα είμαι σίγουρη, το ξέρω, το νιώθω, το βλέπω ακόμα και στα βλέμματα των αγνώστων στο δρόμο, ναι – ναι και στα δικά σας. «Εσύ φταις, μόνο εσύ, κανείς άλλος, εσύ…» Μάτια βλοσυρά και επικριτικά με κοιτούν, σαρκάζουν με τον πόνο μου, με κοροϊδεύουν. Και εγώ, δεν θυμάμαι αλήθεια σας λέω δεν θυμάμαι πια τίποτα. Είμαι σίγουρη πως είναι δική μου απόφαση όλο αυτό που ζω τώρα αλλά δεν θυμάμαι πότε ή πως ή ακόμα – ακόμα κάτω από ποιες συνθήκες το αποφάσισα… Ποια μοίρα, ποια συμφορά να με βρήκε για να πάρω μια τόσο σκληρή απόφαση, τόσο σκληρή, απελπιστικά σκληρή και τραγική απόφαση;
Το κεφάλι μου γυρίζει, δεν μπορώ πια να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, ακόμη και το να περάσω απέναντι στο δρόμο είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία για μένα. Πως έφτασα ως εδώ; Ας μου πει κάποιος, οποιοσδήποτε με ποιο τρόπο, γιατί; Γυρνάω στους δρόμους της πόλης άσκοπα ψάχνοντας και ‘γω δεν ξέρω τι…
Είναι και αυτά τα όνειρα…
Ω, θεοί είναι και αυτά τα όνειρα κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, με βασανίζουν βγαλμένα από την κόλαση. Γιατί… γιατί…. Τι να σημαίνουν αυτά τα όνειρα;
Πάνε κάμποσα χρόνια τώρα που μετακόμισα σε αυτήν την πόλη. Δεν θυμάμαι πια πότε έγινε αυτό, είναι τόσο μακρινό λες και ήρθα εδώ τη μέρα που γεννήθηκα, κι όμως δεν είναι έτσι… Απλά έχω ξεχάσει, όπως και τόσα άλλα πράγματα το έχω ξεχάσει και αυτό….
Το μυαλό μου γυρίζει, γυρίζει, πονάω…
Τα όνειρα… ας κάνει επιτέλους κάποιος κάτι… τα όνειρα… το μυαλό μου γυρίζει…
Θυμήσου Antumiel, θυμήσου… είναι σημαντικό θυμήσου…
…ξεκίνησαν από το πρώτο βράδυ που έφτασα…
Ναι, το πρώτο βράδυ, θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και ήμουν πολύ κουρασμένη από το ταξίδι, εξαντλημένη… Το ταξίδι… δεν θυμάμαι και πολλά από αυτό, μόνο πως υπήρχε θλίψη και πολύ ζέστη… Έπεσα να κοιμηθώ, νομίζω ύστερα από πολλές μέρες –αυτήν την αίσθηση έχω- δεν ξέρω γιατί αλλά έχω την αίσθηση πως δεν είχα κοιμηθεί για πολύ καιρό, αγωνιούσα για κάποιον λόγο… Σακατεμένο μυαλό… άθλιο, δεν θυμάσαι τίποτα πια… Σακατεμένο μυαλό…
Ονειρεύτηκα τη λιακάδα… την αιώνια λιακάδα… δεν ξέρω τι είναι ή τι σημαίνει αυτό, όμως εγώ αυτό ονειρεύτηκα… απέραντα λιβάδια, πράσινα, γεμάτα μικρά πολύχρωμα λουλούδια… ναι, και μια υπέροχη και γαλήνια θάλασσα… γαλανή με υπέροχους γλάρους να πετούν και να κάθονται σε ένα μεγάλο καράβι… ένα υπέροχο ξύλινο καράβι με τρία τεράστια κατάρτια με κάτασπρα πανιά και μια γοργόνα να το οδηγεί… μια γοργόνα ονειρεμένη να είναι δεμένη μαζί του… ως το τέλος… Υπήρχαν όμως λίγοι άνθρωποι εκεί –νομίζω πως ήταν άνθρωποι τουλάχιστον- μα ήταν όλοι θλιμμένοι.
Έφευγαν…
Μαζί και εγώ τυλιγμένη με μια τεράστια κάπα, μια τεράστια καταπράσινη κάπα με δυο αρχικά επάνω κεντημένα με χρυσή κλωστή «Α.Θ». Κοιτώντας γύρω μου βλέπω πως και οι υπόλοιποι φορούν τις ίδιες κάπες με τα ίδια αρχικά… «Α.Θ.»… δεν καταλαβαίνω…δεν καταλαβαίνω… Τι είναι αυτά τα αρχικά; Τι σημαίνουν; Ποιοι είμαστε; Γιατί τόσο λίγοι; Που πάμε; Υπήρχε κόσμος στο λιμάνι κόσμος δακρυσμένος που μας αποχαιρετούσε…και μια θλίψη, μια απέραντη θλίψη…ο εφιάλτης του αποχωρισμού… όχι του προσωρινού, φεύγαμε και από ότι κατάλαβα θα ήταν για πάντα. Ο ουρανός σκοτείνιασε και ήταν λες και θα άρχιζε θύελλα… αυτό που με παραξένεψε ήταν πως υπήρχε η αίσθηση της αναμονής…. Όλοι περίμεναν την καταιγίδα, το ήξεραν πως θα έρθει, έπρεπε να έρθει, ήταν απαραίτητη για το ταξίδι… Τότε τον είδα… ήταν και αυτός στριμωγμένος στην προκυμαία μαζί με τους άλλους να κοιτάζει απελπισμένος κατά το μέρος μου, -«γιατί;» φώναζε… «γιατί φεύγεις, που πας, μην φεύγεις, προλαβαίνεις»… συνέχισε να φωνάζει για αρκετή ώρα όμως τα λόγια του τα έπαιρνε ο αέρας και δεν μπορούσα να διακρίνω τι μου έλεγε… Το καράβι ξεκίνησε και εγώ έμεινα να κοιτώ τα μεγάλα γαλάζια μάτια του, γαλάζια σαν τη θάλασσα που θα διασχίζαμε… Και τότε συμβαίνει… κάθε βράδυ, έρχεται η θύελλα… μια απίστευτη θύελλα… φοβάμαι… γιατί το ‘κανα αυτό; Γιατί δεν τον άκουσα; Και το καράβι φεύγει… όχι όμως στη θάλασσα, φαίνεται να το σηκώνει ο δυνατός αέρας και να χανόμαστε… χανόμαστε…
Ο αποχωρισμός…
Κάθε βράδυ σε κάθε όνειρο ο αποχωρισμός από τον άγνωστο νέο… κάθε βράδυ σε κάθε όνειρο ανείπωτος πόνος να μου ξεσκίζει την καρδιά…χανόμαστε…αγωνία και φόβος πλημμυρίζει την καρδιά μου… «Εσύ το διάλεξες…εσύ φταις…». Τον άφησα για μια ανοησία… ανάξια των περιστάσεων… έπρεπε να πω όχι… σε τι; Ανάξια και άθλια δεν του άξιζε κάτι τέτοιο… Να βοηθήσω… να σώσω… ποιον; Γιατί; Φοβόμουν… φοβάμαι…
Καρδιά… δεν νομίζω πως έχω πια, θα πρέπει να την άφησα στο μέρος εκείνο… μαζί του…
Κάθε βράδυ από τότε, από το πρώτο εκείνο βράδυ, το ίδιο όνειρο με βασανίζει… δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, απελπίζομαι και στην ιδέα πως μπορεί να έχει συμβεί κάτι τέτοιο…είναι λες και ο πόνος όλος του κόσμου έχει πέσει πάνω μου…όνειρο από την κόλαση βγαλμένο… και ‘γω κάθε πρωί να θέλω να γυρίσω πίσω… που; Θυμήσου, σε παρακαλώ θυμήσου, δεν μπορεί… πρέπει να θυμηθείς…
Στην κάπα μου ήταν γραμμένο με χρυσή κλωστή «Α.Θ.». Ο πόνος όλου του κόσμου με βαραίνει… έρχεται και με πλακώνει κάθε βράδυ, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό… και το μυαλό μου είναι βαρύ… ζαλίζομαι… δεν αντέχω άλλο… η αιώνια λιακάδα… μακριά πια, τόσο μακριά….
Είμαι εδώ όπως και κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια… υπάρχουν κι άλλοι, υπάρχουν κι άλλοι, αχ πόσα χρόνια… είμαι εδώ, είμαστε εδώ και πονάμε κάθε μέρα… δεν ξέρω γιατί… γυρνάμε στους δρόμους και βλέπουμε τον κόσμο, τους ανθρώπους και κλαίμε για τα βάσανα τους, για τις επιθυμίες τους, για τις προδοσίες τους… κλαίμε και για μας, για τον χαμένο παράδεισο μας και το ξέρω… ναι το ξέρω… τώρα θυμάμαι… θυμάμαι γιατί είμαι και εγώ εδώ… έχω ένα σκοπό… ένα πολύ σοβαρό σκοπό… ο κόσμος στηρίζεται και σε μένα όπως και στους άλλους… αν δεν είμαστε εμείς ούτε που θέλω να σκέφτομαι το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί… τι θα μπορούσε να έχει συμβεί…
Όλοι εμείς… ανόητοι τρελοί που θέλουμε να σώσουμε τον κόσμο… αιθεροβάμονες εκπεσώντες… ανάξιοι και αυτοεξόριστοι από την πατρίδα… το ξέρουμε πως δεν μπορούμε να τον σώσουμε… γιατί εμείς είμαστε εδώ για να πάρουμε ένα μέρος της θλίψης του… για να μπορέσουν οι άνθρωποι να συνεχίσουν να ζουν… να υπάρχουν… εμείς… εμείς… είμαστε η Αδελφότητα της Θλίψης…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου