Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Παραλήρημα


Το τοπίο δεν μου θύμιζε τίποτα.
Χάραζε.
Τα γερασμένα δέντρα και το ξερό έδαφος δεν προμήνυαν κάτι καλό. Πού στην ευχή ήμουν; Δεν θυμόμουν πως βρέθηκα σε αυτό το μέρος. Σηκώθηκα με κόπο από το βράχο που ακουμπούσα και κοίταξα γύρω μου.
Τίποτα. Δέντρα και πέτρες.
Πέτρες και δέντρα.
Χάραζε.
Ο ουρανός ήταν κατακόκκινος. Όλος ο ουρανός ήταν κατακόκκινος. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξανακοίταξα τριγύρω σε μια προσπάθεια να αποφασίσω τι να κάνω. Που να πάω. Το μυαλό μου ήταν θολό, αλλά από την άλλη μεριά τον τελευταίο καιρό το μυαλό μου ήταν πάντα θολό. Συνήθως από τις ποσότητες αλκοόλ που κατέβαζα… Τι συνήθεια και αυτή. Για μένα όμως ήταν η μόνη διέξοδος για την κενή μου ύπαρξη. Χωρίς φίλους και δουλειά τι μου απέμενε να κάνω; Βυθίστηκα μια μέρα στην κόλαση και δεν έλεγα να βγω από εκεί. Ακόμη και ο Τζιμάκος, ο τελευταίος ίσως φίλος που μου απέμεινε δεν στάθηκε ικανός να μου χωρέσει στο πεισματάρικο κεφάλι μου πως η καταστροφή δεν αποτελεί λύση.
Όχι. Εγώ μόνο αυτή τη διέξοδο είχα βρει : την φυγή από την πραγματικότητα. Ή την απόλυτη βύθιση σε αυτήν, στην πραγματική κόλαση –όλα είναι θέμα οπτικής εξάλλου.
Ούτε που θυμάμαι πως πέρασε ο τελευταίος χρόνος…
Πάντα είχα πολλούς φίλους – «όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα», έλεγα. Τι ηλίθια… όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα… Ώσπου μια μέρα έχασα την δουλειά μου. Μείωση προσωπικού.
Άθλια, δικτατορική, ελεεινή, καταστροφική, «μείωση προσωπικού». «Οικονομική δυσπραγία».
Έτσι βρέθηκα μια μέρα στο δρόμο.
Οι φίλοι χάθηκαν. Τα χρέη μεγάλωναν. Οικονομική δυσπραγία.
Τίποτα δεν μπορούσε να προμηνύσει τι θα συνέβαινε όταν άνοιξα την πόρτα εκείνου το μπαρ. Τι ειρωνεία… Κάθε μέρα περνούσα από εκεί όσο ήμουν εργαζόμενη. Ποτέ όμως βράδυ. Φοβόμουν… Δεν ξέρω τι. Ίσως τους μεθυσμένους που συχνά πυκνά έκαναν φασαρίες.
- «Ένα ουίσκυ. Straight»
- «Μάλιστα»
Μόνο που το ένα έγινε δύο, τρία, πέντε, ούτε που θυμάμαι πόσα. Ούτε που θυμάμαι με ποιον έφευγα κάθε βράδυ από εκεί.
Με όποιον έλεγε τα πιο ωραία ψέματα…
Συναισθηματική δυσπραγία…
Ένας χρόνος… ένας χρόνος χαοτικός, άναρχος, κολασμένα άθλιος… Και μετά; Μετά το απόλυτο τίποτα. Κάποια στιγμή σταμάτησα να μετράω τα ποτά, τις μέρες, τους μήνες, τους εραστές… Δεν χρειαζόταν να είναι καν καλοί ψεύτες όπως στην αρχή. Δεν χρειαζόταν καν να βλέπω τα πρόσωπα τους. Και πώς να τα δω; Μήπως τα έβλεπα και πριν;
Όλον αυτό τον καιρό ή κάποιον από αυτόν τον καιρό είχα τον Τζιμάκο. Μάζευε τα κομμάτια μου κάθε πρωί χωρίς να μιλά. Στην αρχή με αντιμετώπιζε σαν άρρωστη, προσπαθούσε να μου βάλει μυαλό, να με συνετίσει. Και με την ηρεμία και με φωνές. Τίποτα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ώσπου περιορίστηκε στο να με συμμαζεύει τα πρωινά. Πάντα στο ίδιο μέρος. Στο παγκάκι της πλατείας «Ανεξαρτησίας».
Τι ξεπεσμός… όχι ότι καταλάβαινα και τίποτα. Με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε στο σπίτι του. Κοιμόμουν λίγες ώρες και ύστερα συνέχιζα ακάθεκτη. Κάποια μέρα ο Τζίμυ έσπασε, δεν άντεξε :
«ή διορθώνεσαι ή φεύγεις. Τόσα χρόνια προσπαθειών τα χαραμίζεις χωρίς αιτία. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Εσύ; Εσύ; Πάντα ήσουν δυνατή. Τι έγινε τώρα; Επειδή σε απέλυσαν; Ε, και; Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία. Γιατί παραιτήθηκες γαμώτο; Γιατί δεν προσπαθείς να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου; Φρόντισε να συνέλθεις ή φύγε. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Δεν μπορώ άλλο να μαζεύω τα κομμάτια σου…»
Έφυγα.
Δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Ούτε λύπη ούτε πόνο. Τα λόγια του Τζίμυ δεν με ακούμπησαν καν. Έπεσα στο απόλυτο κενό. Στο απόλυτο τίποτα. Απλά υπήρχα. Κάθε πρωί συνέχιζα να ξυπνώ και σε άλλο κρεβάτι. Μόνο που άλλαξα στέκια. Προτίμησα άλλες συνοικίες, πιο κεντρικές. Οι πλατείες κοντά στο κέντρο της πόλης ήταν ότι έπρεπε. Υπήρχε και το συσσίτιο του δήμου εκεί κοντά. Όσο για τα ποτά μου, όλο και κάποιος καλοθελητής βρίσκονταν, με το αζημίωτο βέβαια… η αγαπημένη μου πλατεία έγινε η «πλατεία Ελευθερίας».
Τι πονοκέφαλος…
Και αυτός ο ήλιος που ανατέλλει σιγά - σιγά δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση. Τουλάχιστον γλύτωσα από το κόκκινο χρώμα του ουρανού… τι βράχια είναι αυτά; Ούτε που τα είχα προσέξει νωρίτερα. Ελπίζω να υπάρχει κάτι γνώριμο από πίσω τους. Όχι. Πάλι αυτά τα ξερά δέντρα και οι πέτρες. Θεέ μου τι μονοτονία… ουφ! Τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Το χθεσινό μεθύσι θα πρέπει να ήταν το κάτι άλλο. Μα πόσο μακριά μπορεί να είναι αυτά τα γαμημένα τα βράχια; Πόση ώρα πρέπει να περπατώ ακόμη;
Επιτέλους έφτασα… λίγο ακόμη… τι πόνος! Δεν θυμάμαι να πονούσα ποτέ έτσι, λες και με έχουν χτυπήσει με λοστούς. Λίγο ακόμη… ένα βήμα ακόμη… Μα τι περιμένω να βρω; Τι διαφορετικό από αυτή την ξεραΐλα μπορεί να υπάρχει πίσω από αυτά τα βράχια; Ποτέ δεν ξέρεις. Λίγο ακόμη και φτάνω στην κορυφή. Έφτασα! Ναι, καλά. Μια από τα ίδια. Πέτρες, θάμνοι, χώμα. Νομίζω πως θα πάθω ασφυξία από τόση σκόνη… κάτι τέτοιες στιγμές είναι που με κάνουν να εκτιμώ το νέφος… πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω.
Και τι να κάνω;
Πρέπει να προχωρήσω.
Μα πως στο καλό βρέθηκα εδώ; Χθες το βράδυ θυμάμαι πως ακολούθησα την ίδια ρουτίνα. Είχα βρει ένα μπαρ και έψαχνα κάποιον να με κεράσει ένα ποτό. Λίγοι εθελοντές. Για την ακρίβεια μόνο ένας. Ποιος να με κοιτάξει έτσι όπως έχω καταντήσει; Σκιά του εαυτού μου… έχω αδυνατίσει πολύ και οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια μου είναι κάτι παραπάνω από έντονοι.
-«Δεν προσελκύεις έτσι άντρες καλή μου»,
παρατήρηση της καινούργιας φιλενάδας μου, της Ρόζας. Πεταλουδίτσα της νύχτας, ελεύθερη επαγγελματίας.
-«όχι νταβατζήδες, όχι μπελάδες», αυτό είναι το μότο της.
Ποιος ήταν αυτός ο τύπος όμως που με κέρασε; Η τεκίλα κατέβηκε σαν βάλσαμο. Πήγαμε σπίτι του και κάναμε έρωτα ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Κάτι μου θύμιζε αλλά ποιος έδινε σημασία; Μετά; Τι έγινε μετά; Πως βρέθηκα εδώ; Κάποια στιγμή θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι του. Περιπλανήθηκα στους δρόμους. Δεν είχα που να πάω. Και βρέθηκα εδώ… που στο καλό είναι αυτό το εδώ;
Περπάτα… περπάτα.
Μην σταματάς, πρέπει να συνεχίσεις. Αν σταματήσεις τώρα καημένη μου, πάει, το έχασες το παιχνίδι. Σε βλέπω να πεθαίνεις στη μέση του πουθενά και δεν θα βρεθεί κανείς να σε θάψει…
Περπάτα… περπάτα!
Περπάτα, περπάτα…
Χριστέ μου, μου φαίνεται πως περπατώ αιώνες! Νιώθω τόσο εξαντλημένη… θα σταματήσω σε αυτό το ξέφωτο, μόνο για λίγο, για μια στιγμούλα… τι κούραση, θα κάτσω να ξεκουραστώ μια στάλα… δεν μπορώ να αναπνεύσω, ζαλίζομαι, τα μάτια μου είναι θολά… δεν πιστεύω αυτό που ζω… δεν αντέχω άλλο. Ας πεθάνω εδώ.
Σκοτάδι.
Περπατώ στο κενό με μια αόρατη απειλή να με κυνηγά. Τρέχω. Δεν μπορώ να κρυφτώ. Ουρλιάζω για βοήθεια, όμως κανείς δεν με ακούει. Στροβιλίζομαι σε μια δίνη ώσπου πέφτω σε ένα γνωστό μου μέρος. Το αγαπημένο μου μπαρ. Μόνο που δεν έχει τους συνηθισμένους θαμώνες αλλά την θέση τους έχουν πάρει όλοι οι γνωστοί μου από την προηγούμενη τακτοποιημένη ζωή μου. Συμμαθητές, γείτονες, συγγενείς, καθηγητές, οι παλιοί μου συνάδελφοι, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, είναι όλοι εδώ. Όλοι με κοιτούν.
«την καημένη…»
Εγώ, πιωμένη, είμαι σε μεγάλα κέφια, αστειεύομαι, γελώ.
«κοιτάξτε με, είμαι μια χαρά!»
Αυτοί με κοιτούν και με λυπούνται
«η καημένη…»
Ώσπου τα βλέμματα τους γίνονται επιτιμητικά… σαρκαστικά, ανελέητα βλέμματα… αρχίζουν να γελούν και να με κοροϊδεύουν. Τα πρόσωπα τους αλλοιώνονται . με δείχνουν και γελούν. Όλα αρχίζουν να γυρίζουν… ουρλιάζω… θέλω να φύγω… θέλω να φύγω!
Ξυπνώ.
Κοιτώ γύρω μου, χαμένη… ακόμη με σέρνει το όνειρο…
Που είμαι; Δεν αναγνωρίζω αυτό το μέρος… Θεέ μου… Πού είμαι;
Τι πονοκέφαλος είναι αυτός… νομίζω πως θα σπάσει το κεφάλι μου…
Κρεβάτι είναι αυτό; Που είμαι; Αυτό δεν θα το αντέξω… όχι πάλι… όχι πάλι… ένας κόμπος με σφίγγει… το στήθος μου νομίζω πως θα σπάσει… θα εκραγεί… δεν είμαι καλά… δεν είμαι καλά… δεν μπορώ να αναπνεύσω! Όχι… όχι… πάει καιρός που έχει να μου συμβεί αυτό! Όχι δεν θέλω! Δεν θέλω! Εγώ δεν κλαίω ποτέ!
Ακούτε; Ποτέ! Ποτέ!
Χριστέ μου δεν αντέχω!
Ούτε που ξέρω πόση ώρα κλαίω… πόση ώρα άραγε; Τα δάκρυα δεν μπορώ να τα σταματήσω… τα δάκρυα… είναι λες και τα μάτια μου έχουν πάθει κάτι πολύ κακό. Μια ανίατη ασθένεια, που τα υποχρεώνει να βγάζουν αυτό το υγρό… καταραμένα δάκρυα…
Γιατί;
«Είναι κανείς εδώ; Ας με βοηθήσει κάποιος!»
Πόρτα είναι αυτή; Πως δεν την είδα τόση ώρα; Α! νομίζω ότι ανοίγει… ποιος είναι αυτός; Μια οπτασία με λευκά ρούχα… ποιος είναι αυτός; Δεν μπορώ να δω το πρόσωπο του… ποιος είναι; Μήπως είναι γυναίκα; Δεν μπορώ να δω καλά. Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη… τόσο εξαντλημένη…τόσο…
Κοιμήθηκα;
Κοιμάμαι; Ναι, κοιμάμαι! Αυτό είναι, πρέπει να ονειρεύομαι!
Ξύπνα! Ξύπνα σου λέω! Αχ, ας ξυπνήσω επιτέλους! Ας ξυπνήσω! Δεν θα αντέξω και άλλο όνειρο… όχι άλλα όνειρα μέσα σε όνειρα… όχι άλλα όνειρα… πρέπει να ξυπνήσω! Επιτέλους, ξύπνα! Άνοιξε τα μάτια σου! Ανόητη, ξύπνα επιτέλους… δεν αντέχω… όχι πάλι… όχι…
Τα κατάφερα; Ναι, θα πρέπει να τα κατάφερα… έτσι νομίζω… είμαι ξύπνια; Είμαι ξύπνια; Ναι! Ποτέ δεν πίστευα πως θα χαιρόμουν που θα έβλεπα αυτήν την ξεραΐλα! Είναι το ξέφωτο! Το ξέφωτο που ξύπνησα το πρωί! Ποιο πρωί; Πότε; Πόσες ώρες πριν; Δεν έχει σημασία… ξύπνησα! Και τώρα;
Δεν αντέχω άλλο περπάτημα... σήκω τεμπέλα! Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες! Χα!χα!χα! δεν νομίζω πως είναι περπάτημα αυτό…ναι… μάλλον για σούρσιμο μοιάζει. Ε, δεν είναι και πολύ περίεργο, με τόσους πόνους… πονάω ολόκληρη… το κορμί μου, το κεφάλι μου… η ψυχή μου… να είχα τουλάχιστον ένα ποτό, αυτό θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα… χμμμ…πόσες ώρες άραγε έχω να πιω; Λες να είναι στερητικό αυτό που νιώθω; Το τελευταίο που θέλω τώρα είναι να ανησυχώ και γι’ αυτό… δεν γαμιέται! Έχω πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτώ… πάντως αυτοί οι ειδικοί, αυτοί που μιλούν γι’ αυτό, μάλλον δεν το ‘χουν ζήσει ποτέ. Είναι πολύ χειρότερο από αυτό που περιγράφουν.
«νομίζω πως αν με είχε πατήσει νταλίκα θα αισθανόμουν πολύ καλύτερα… έχω πρηστεί… και αυτοί οι πόνοι… αν δεν τρελαθώ τώρα δε νομίζω να τρελαθώ ποτέ. Ποτέ στην ζωή μου δε νομίζω να έχω πονέσει τόσο πολύ… όχι, ποτέ… καίγονται τα σωθικά μου… θα ξεράσω! Δεν είμαι καλά… δεν θυμάμαι ποτέ να είχα τέτοιο τρέμουλο. Λες να έχω πυρετό; …»
Ποιος είναι αυτός;
«Βοήθεια σε παρακαλώ! Δεν με βλέπεις; Βοήθησε με! Πεθαίνω… σε παρακαλώ, σε ικετεύω, βοήθησε με!»
Που βρέθηκε τόσος κόσμος στην ερημιά;
«βοήθεια σας παρακαλώ, χρειάζομαι έναν γιατρό…»
Το κεφάλι μου… τι βουητό είναι αυτό; Είναι αυτοί που μιλάνε; Γιατί δεν με ακούνε;
Τα αυτιά μου πονάνε. Αυτό το βουητό νομίζω πως όσο πάει και δυναμώνει…
Φοβάμαι…
Θα κλείσω τα αυτιά μου, ναι αυτό θα κάνω, να μην τους ακούω άλλο πια. Αυτό θα κάνω… θα μαζευτώ, θα εξαφανιστώ, ένα κουβάρι θα γίνω, ένας μικρός κόκκος σκόνης, να μην μπορούν να με δουν, να μην μπορούν να με αγγίξουν…
Ναι.
Νύχτωσε; Πάλι αυτός ο στρόβιλος… πέφτω… πέφτω μέσα σε μια απίστευτη δίνη… το χάος από κάτω…κενό… όμως αυτό το βουητό δεν σταματά! Αποκτά ζωή, μου μιλά, το ακούω!
«την καημένη… τι περίμενες… εγώ το ήξερα πως κάπως έτσι θα τελειώσει…»
«καλά να πάθει!»
Όχι! Όχι! Μην γελάτε! Σταματήστε σας λέω! Σταματήστε! Δεν καταλαβαίνετε…
Ένα όνειρο;
Πάλι ένα όνειρο;
Ας πέθαινα τώρα, αυτήν την στιγμούλα… αυτήν την στιγμή…ίσως να ήταν καλύτερα έτσι…
Ασυγχώρητη… ασυγχώρητη…
Φως…
Ούτε που ξέρω πόση ώρα παραληρούσα…
Ξύπνησα πάλι σε αυτό το γνώριμο τοπίο. Η ερώτηση παρέμενε. Πως βρέθηκα εδώ; Έφερα πάλι στο μυαλό μου το τελευταίο βράδυ. Το μπαρ, εκείνον τον τύπο που μου θύμιζε τόσα πολλά. Τόσα πολλά… ποιος ήταν; Από πού τον ήξερα; Θυμόμουν πολύ καλά το πρόσωπο του λες και ήταν κάποιος που τον έβλεπα κάθε μέρα.
Κάθε μέρα…
Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από τον χθεσινό βλάκα, είναι πλέον απόγευμα και πρέπει να συγκεντρωθώ, να δω τι θα κάνω… σε αυτόν τον έρημο τόπο δεν έχω δει ούτε άνθρωπο ούτε ζώο… δεν μπορώ καν να προσανατολιστώ… τι θ’ απογίνω; Δεν το πιστεύω αυτό που μου συμβαίνει… που να πάω; Όλα μου φαίνονται ίδια… ούτε δρόμοι υπάρχουν ούτε μονοπάτια! Πρέπει να πάρω μια απόφαση. Θα πάω ευθεία μπροστά. Δεν θα παρεκκλίνω καθόλου. Ευθεία μπροστά, ναι. Δεν μπορεί κάπου θα με βγάλει.
Το κακό είναι πως όσο προχωρώ το τοπίο χειροτερεύει όλο πέτρες και…
Χα! Τόση ώρα μιλάω στον εαυτό μου! Αν είναι δυνατόν! Μιλάω δυνατά, αφηγούμαι στον εαυτό μου! Είμαι η αφηγήτρια της σημερινής μου παραφροσύνης… χαχαχα!
Τι είναι αυτό; Ελπίζω όχι ένα ακόμη παραλήρημα… Μοιάζει με το βόρειο σέλλας! Μπα, όχι ακριβώς… περισσότερο με ένα διάφανο βόρειο σέλλας παρά με αυτό που έχω δει σε φωτογραφίες. Μα είναι δυνατόν; Στην Ελλάδα; Βέβαια, δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι αλλά δε νομίζω να είμαι και στην Σουηδία… εκεί υπάρχει τώρα αυτό; Να πλησιάσω; Είναι κάπως κοντά στο έδαφος… καλά δεν υποτίθεται ότι βρίσκεται στον ουρανό; Χμμμ… τι γίνεται τώρα; Είναι ακριβώς πάνω στο δρόμο μου. Όχι ρε γαμώτο! Εγώ πάντως θα πάω ευθεία, η απόφαση είναι απόφαση. Στο κάτω-κάτω μάλλον για παραλήρημα πρόκειται, ύστερα από όλα αυτά τα όνειρα δε νομίζω πως θα έπρεπε να περιμένω κάτι καλύτερο. Ναι, σίγουρα παραλήρημα είναι. Θα προχωρήσω κατά πάνω του. Ευθεία μέσα στο παραλήρημα μου! Να το! Φτάνω! Σίγουρα τώρα θα εξαφανιστεί ή θα μεταμορφωθεί σε κανένα αποτρόπαιο τέρας! Χαχαχα! Ναι, αυτό είναι, θα γίνει ένας δράκος που θα ξερνάει φωτιά. Γεια σου δράκε έρχομαι. Φοβού τους απελπισμένους έλληνες που δεν φέρνουν και κανα δωράκι. Χαχαχαχαχα! Ίσως θα έπρεπε να έχω έναν δούρειο ίππο μαζί μου, έστω ένα δούρειο γάιδαρο… Α, θα έπρεπε να είναι και ο Τζιμάκος μου μαζί. Παρέα κατά πάνω στον δράκο κρυμμένοι μέσα σε έναν δούρειο γάιδαρο…
Μπαίνω!
Αυτό το πράμα με ρουφάει! Είναι δίνη! Όχι ρε γαμώτο τι ηλίθια που είμαι, δεν είναι παραλήρημα, είναι δίνη!!!
Φως.
Κενό.
Σκοτάδι.
Πάλι εδώ… επιτέλους βρέθηκα στο αγαπημένο μου μπαράκι, τουλάχιστον να πιω ένα ποτάκι να συνέλθω… Α, να και ο χθεσινός έρωτας μου, χαχαχα! Τι περιπέτεια και αυτή… τουλάχιστον γλύτωσα… μάλλον παραλήρημα ήταν τελικά. Δεν πειράζει, θα πιω το φαρμακάκι μου τώρα και θα ‘ρθω στα ίσια μου.
-Ε, φίλε, κερνάς ένα ουίσκυ; Σε σένα μιλάω καλέ. Κάνεις πως δεν με ξέρεις; Μα τι στο… δεν ακούς; Δεν…
Τι γίνεται εδώ; Λες και ο χρόνος έχει σταθεί… είναι όλοι ακίνητοι σαν αγάλματα! Είναι παγωμένοι! Χριστέ μου, είναι λες και κάποιος τους έβαλε στην κατάψυξη, ακόμη και οι βλεφαρίδες τους είναι παγωμένες! Όχι ρε γαμώτο, όχι και άλλος εφιάλτης! Όχι και άλλος εφιάλτης, δεν το αντέχω αυτό! Όχι πάλι!
Δηλαδή, τώρα αυτό είναι εφιάλτης; Κοιμάμαι κάπου; Δε νομίζω… δε νομίζω, όχι, όχι δεν υπάρχει περίπτωση, όχι, όχι, όχι!
Δεν κοιμάμαι. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Δεν μοιάζει για όνειρο αυτό, είναι πολύ αληθινό για να είναι όνειρο και αυτός ο τύπος που κάθεται εδώ… συγκεντρώσου ηλίθια, συγκεντρώσου! Αν θυμηθείς τι έγινε χθες το βράδυ, θα καταλάβεις και που είσαι. Ανοίγουν αυτά τα μπουκάλια; Ή μήπως έχουν παγώσει και δεν… μια βότκα, για να δοκιμάσω να… Ουφ! Άνοιξε αναθεματισμένο παλιομπούκαλο μη σου πω τίποτα για…
Τι ονειρικός ήχος είναι αυτός; Πλοπ! Αισθάνομαι πως είμαι στον παράδεισο! Ευτυχώς που δεν είμαι ιδιότροπος άνθρωπος, χεχε… και δεν χρειάζομαι ποτήρι… μια χαρά είναι και το μπουκαλάκι… ναι! Δεν θα πιω πολύ όμως γιατί πρέπει να σκεφτώ, πρέπει να θυμηθώ, μόνο λίγο, μια δυο γουλιές άντε τρεις για το καλό… στην υγειά μου!
Σκέψου, σκέψου. Τι έγινε χθες; Θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι αυτού του τύπου το ξημέρωμα, σε μεγάλο χάλι… ναι, δεν ήμουν καθόλου καλά. Νομίζω πως κάτι μου έδωσε αυτός, ε, καλά όχι και με το ζόρι… κόκα ήταν; Σάμπως ξέρω; Μπα, δε νομίζω κάτι μου ‘λεγε… κάτι παλαβά… μωρέ τι μου ‘λεγε; Δεν… τι… κάτι για ταξίδια νομίζω, ναι αλλά που; Ταξίδι για πού; Ήθελε να φύγει; Να φύγουμε μαζί; Τι ήθελε; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Τι έλεγε; Θυμήσου ηλίθια! Και ύστερα μου ‘δωσε εκείνο το… γαμώτο, ούτε που θυμάμαι πως ήταν, τι ήταν όμως; Μου είπε κάτι για έναν τύπο, ναι για έναν τύπο που έκανε μια ανακάλυψη κάποτε, την ανακάλυψη για όμορφα ταξίδια… τι εννοούσε; LSD; Χμμμ…
Αυτό είναι! Ο τύπος με έφτιαξε με lsd! Ε, και; Μπορεί αυτό το πράμα να μου έχει προκαλέσει τέτοιο παραλήρημα; Δεν μπορεί ότι ζω σήμερα να έχει προκληθεί από αυτό… άντε να έκανα κανένα «ταξιδάκι» χθες, όμως το σημερινό είναι κάτι διαφορετικό… θα φύγω από δω, έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται και τίποτα, θα πάρω κανα δυο μπουκάλες αλκοόλ μαζί για δύναμη και την έχω κάνει. Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί; Χμμμ… νομίζω πως το πα και πριν αυτό. Η αλήθεια όμως είναι πως έτσι όπως έχω μπλέξει δεν το βλέπω να γλυτώνω από δω. Υποθέτω πως ο θάνατος μου είναι πλέον θέμα ωρών. Αν δεν έχω τρελαθεί δηλαδή και δεν είμαι ήδη κλεισμένη σε κάποιο λαλάδικο… χαχαχα! Η τέλεια εξαθλίωση. Εδώ που τα λέμε πάντως από το τρελοκομείο θα προτιμούσα τον θάνατο. Οπότε… ελπίζω αυτό που ζω να ‘ναι αληθινό. Έχω ελπίδες να πεθάνω πολύ σύντομα έτσι. Ας πιω κάτι ακόμη. Στην υγειά σου κοπέλα μου! Πάντα τέτοια… χαχαχα! Ναι, ναι, πάντα τέτοια…
Έλα λοιπόν, μια απόφαση είναι… άνοιξε την πόρτα του κωλόμπαρου… άντε και όποιον πάρει ο χάρος… νομίζω πως ο σαρκασμός μου δεν έχει πλέον όρια, τι να γίνει; Αυτά έχει η ζωή…
Βγαίνω!
Χριστέ μου! Δεν υπάρχει έξω! Έξω είναι το απόλυτο κενό! Ένα γαλάζιο κενό! Κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ γαμώτο! Καλά που κρατήθηκα από την πόρτα… Μα τι γίνεται εδώ; Για να δω… Λιακάδα! Έξω δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μια γαλάζια λιακάδα! Ούτε γη, ούτε δέντρα … τίποτα… Χα! Γίνεται όλο και πιο καλό! Ναι, ναι… θα πρέπει να με συγχαρώ γι’ αυτό το υπέροχο παραλήρημα! Θα βγω όμως… θα βγω… λες να πέσω στο κενό ή να πετάξω; 23 skidoo!
Βγαίνω!
Αδύνατον! Πετάω! Τι συναίσθημα θεέ μου… πετάω! Φρέσκος αέρας! Πόσο καιρό είχα να αναπνεύσω έτσι! Πόσο καιρό… Μυρωδιές από… από… λουλούδια; Είναι αυτό δυνατόν; Στο απόλυτο κενό μου μυρίζουν λουλούδια; Χαααχαχαχα! Τι συναίσθημα! Λες τελικά να πέθανα; Καλά … όχι ότι με νοιάζει και πολύ… πετάω!
Ωχ! Τι γίνεται εκεί… άνθρωπος είναι αυτός; Έρχεται προς το μέρος μου… λες να ‘ναι ο Πήτερ Παν; Χαχαχααα!
-«Γεια σου Πήτερ Παν! Τι νέα;»
-«Μα εσύ είσαι ο χθεσινός… ο χθεσινός τύπος από το μπαρ… τι γυρεύεις εδώ; Τι μου έκανες; Πες μου… πως βρέθηκα εδώ; »
-«Σου αρέσει αυτό που νιώθεις τώρα;»
-«Φυσικά!»
-«Τότε μην ρωτάς καλή μου… απλά συνέχισε να νιώθεις… Πως αισθάνεσαι;»
-«Παραδόξως πολύ καλά… πολύ… πώς να στο πω… πολύ ζωντανή, πολύ υγιής!»
-«Ωραία! Χαίρομαι για σένα καλή μου! Ήσουν χάλια χθες και αποφάσισα να σε βοηθήσω λιγάκι. Οι παλιές καλές πρακτικές… τα γιατροσόφια της γιαγιάς, βοτάνια… ξέρεις… πάντα βοηθάνε τις χαμένες ψυχές… είχα όμως τις αμφιβολίες μου, είχες μαζέψει πολύ αρνητική ενέργεια και δεν ήξερα αν θα έφτανε… αν θα μπορούσα να σε βοηθήσω μόνος μου ή αν θα χρειαζόμουν και βοήθεια από τους υπόλοιπους…»
-«Τους υπόλοιπους;»
-«Ναι… έχουμε μαζευτεί κάμποσοι… αισθάνομαι όμως πως δεν είμαστε αρκετοί… τι αισθάνομαι δηλαδή, το ξέρω, το βλέπω… χρειαζόμαστε και άλλους… οι άνθρωποι πονάνε και δεν προλαβαίνουμε πια… δεν προλαβαίνουμε… είσαι έτοιμη; Έτοιμη για να γυρίσεις;»
-«Δεν είμαι έτοιμη να πάω πουθενά! Μια χαρά είμαι εδώ! Και αφού είμαι μια χαρά σε αυτό το μέρος, εδώ και θα παραμείνω!»
-«Δυστυχώς δεν είναι εφικτό αυτό… εδώ είναι ας το πούμε απλά ένας τόπος ίασης, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω… να συνεχίσεις την ζωή σου… με καλύτερο τρόπο θα ήθελα να πιστεύω αυτήν την φορά… τι λες, πάμε;»
-«Πώς να πάω πίσω; Πώς να συνεχίσω την ζωή μου; Ποια ζωή μου;»
-«Έλα … θα είμαστε εμείς μαζί σου από δω και πέρα, μην φοβάσαι… αν θες σιγά-σιγά όταν σταθείς στα πόδια σου μας βοηθάς κιόλας…»
-«Α ναι; Και ποιοι είσαστε εσείς; Μάγοι; Μύστες; Εξωδιαστατικές οντότητες; Χαααχαχαχα!»
-«Χαχαχα! Έχεις πλάκα τελικά! Τίποτα από όλα αυτά… Άνθρωποι είμαστε καλή μου! Κάποιοι μας λένε ονειροπόλους, άλλοι τρελούς… Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να βοηθάμε για να κρατηθεί ζωντανή η ψυχή του κόσμου…»

1 σχόλιο:

  1. .....ωραιααααααααααα.....καλη αρχη, καλως σας ηρθα και θα τα λεμεεεεεεεεεεεεε.....με αγωνιστικους χαιρετισμους, ο "θρυλικος" αρχηγος σας, Δον (ντιν ντον) Καρλιτο...............

    ΑπάντησηΔιαγραφή