Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

ΑΒΙΑΝ


Το καλοκαίρι ήταν στο τέλος του και όμως η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Είχα αποφασίσει πως θα έμενα στο νησί για λίγες μέρες ακόμη – η αλήθεια είναι πως είχα πολύ δουλειά να με περιμένει – αλλά ο τόπος αυτός ήταν πραγματικά μαγικός. Οι εναλλαγές του τοπίου, οι χρυσαφένιες παραλίες, οι ζεστοί κάτοικοι… όχι, δεν μπορούσα να φύγω. Δεν μπορούσα να αποχωριστώ όλη αυτή την μαγεία.

Ζούσα το όνειρο! Το όνειρο που με βασάνιζε για χρόνια και που αυτή την χρονιά νόμιζα ότι βρήκα την απάντηση ή έστω πήγα λίγο παρακάτω την ερώτηση. Για πολλά χρόνια ονειρευόμουν πως ήμουν σε θάλασσα και κολυμπούσα και πως γύρω ήταν ερημιά. Έβλεπα καθαρά την ακτή και πίσω στο βάθος να υψώνεται ένα βουνό καταπράσινο και ομιχλώδες. Έβγαινα πάντα όταν ο ήλιος έδυε και τον αντίκρυζα. Μια ψιλόλιγνη σιλουέτα στο ημίφως με μακριά κατάξανθα μαλλιά και μάτια που πετούσαν φωτιές. Πάντα κάτι ψιθύριζε, κάτι αδιόρατα οικείο – ήμουν σίγουρη πως ήξερα πολύ καλά γιατί πράγμα μου μιλούσε – δεν μπορούσα όμως να ακούσω λέξη! Το όνειρο μου είχε γίνει συνήθεια και περίμενα να νυχτώσει μήπως και δω τον μυστηριώδη ξένο με την ψιθυριστή φωνή. Η απογοήτευση ήταν μεγάλη τις νύχτες που δεν έβλεπα αυτό το συγκεκριμένο όνειρο.

Πώς να φύγω λοιπόν από αυτόν τον μικρό παράδεισο! Τώρα όμως ήμουν στην ονειροχώρα μου! Τα παιχνίδια της τύχης είναι πάντα περίεργα ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Έψαχνα έναν ήσυχο τόπο να περάσω τις διακοπές μου ύστερα από έναν πραγματικά δύσκολο χειμώνα, όταν ένας συνάδελφος μου μίλησε για το νησί. Είχε πάει με την γυναίκα του εκεί για μήνα του μέλιτος και είχε ενθουσιαστεί. Μου έλεγε πόσο είχαν ηρεμήσει και πόσο αναζωογονημένοι είχαν γυρίσει από εκεί. Η αλήθεια ήταν πως δεν το πολυσκέφτηκα εξάλλου δεν είχα καμιά διάθεση να ψάχνω σε τουριστικούς οδηγούς. Τον ρώτησα λεπτομέρειες για το πως πάνε ως εκεί και αν ήξερε κανένα καλό ξενοδοχείο, ετοίμασα τα πράγματα μου και σε λίγες μέρες αποβιβαζόμουν από το μικρό πλοιάριο στο λιμάνι του. Το μέρος με ενθουσίασε από την πρώτη στιγμή. Ήταν λες και βρισκόμουν σε κάποια από εκείνες τις παλιές ελληνικές ταινίες, που όλα είναι ανέγγιχτα στα μικρά νησάκια της άγονης γραμμής. Λίγος κόσμος, γραφικά καφενεία και πεντακάθαρη θάλασσα. Σε λίγα λεπτά είχα φτάσει στην πανσιόν που θα έμενα. Το δωμάτιο μου ήταν καθαρό και πανέμορφο. Τα ξύλινα παλιά έπιπλα ήταν όλα βαμμένα σε νησιώτικο μπλε και τα σκεπάσματα ήταν κατάλευκα. Η αυλή ήταν πλακόστρωτη και γεμάτη με ένα σωρό γλάστρες με λουλούδια, το φαγητό σπιτικό και τα γλυκά του κουταλιού απαραίτητο συνοδευτικό του ελληνικού καφέ. Καμία σχέση με τα προκάτ ξενοδοχεία στα τουριστικά νησιά. Το παράθυρο μου έβλεπε στην θάλασσα και η παραλία ήταν μοναδική. Είχε πολύ ησυχία και ακόμη και η ιδιοκτήτρια ήταν ευγενέστατη και εξυπηρετικότατη. Πως λοιπόν να φύγω από αυτόν τον παράδεισο;
Εκείνο το πρωί ήταν ζεστό και ηλιόλουστο όπως όλα τα άλλα. Η μόνη διαφορά ήταν στην απόφαση μου να παραμείνω στο νησί. Η κυρά-Διασυνή (η ιδιοκτήτρια της πανσιόν), αντιμετώπισε την δήλωση μου με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο, λέγοντας μου πως μπορώ να μείνω όσο θέλω αφού δεν περίμενε κάποιον άλλον επισκέπτη. Ανάλαφρη και απολύτως ευτυχισμένη ξεκίνησα για μια βόλτα στην παραλία μου. Σκεπτόμουν πως σε τελική ανάλυση ήταν όντως η παραλία μου από τη στιγμή που μόνο εγώ πήγαινα εκεί ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Στην πραγματικότητα ήταν ένας ορμίσκος με μια στενή λωρίδα άμμου ανάμεσα στα βράχια που τον περιέβαλαν, αρκετά απομονωμένος έτσι ώστε να κάνει ευτυχισμένο έναν άνθρωπο σαν και μένα. Τον είχα ανακαλύψει τη δεύτερη μέρα που ήμουν στο νησί καθώς έκανα βόλτα με ένα ποδήλατο που είχα δανειστεί. Μου άρεσε και καθόμουν εκεί σχεδόν όλη τη μέρα. Έπαιρνα τις προμήθειες μου κάθε πρωί –όπως τις έλεγε η κυρά-Διασυνή – νερό, σάντουιτς, βιβλίο όλα στο σακίδιο μου και καθόμουν μέχρι αργά το απόγευμα. Μερικές φορές αντιλαμβανόμουν κάποιους ανθρώπους να περνούν αλλά ποτέ δεν με ενόχλησε κανείς. Θεώρησα πως ο καλός μου άγγελος η κυρά-Διασυνή είχε πει σε κάποιους χωριανούς να ρίχνουν μια ματιά αν ήταν ο δρόμος τους κατά τον ορμίσκο μου, αν ήμουν καλά.

Όπως κάθε μέρα, κάθισα κάτω από το δέντρο μου –ένα πεύκο- και άνοιξα το βιβλίο μου. Αποφάσισα να κάνω μπάνιο λίγο αργότερα, η θάλασσα εκείνη την ώρα ήταν αρκετά κρύα εξάλλου… Καθώς διάβαζα θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος ή μάλλον ήταν εκείνο το διάστημα μεταξύ ύπνου και ξύπνου που είναι όλα μπερδεμένα. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και το αεράκι που φυσούσε μου προκάλεσε μια γλυκιά ζαλάδα. Έκλεισα τα μάτια μου ακούγοντας τον ήχο από τον αέρα και το απαλό κύμα να δυναμώνει συνεχώς. Βρισκόμουν στην πιο γλυκιά λήθη με το φως να χορεύει ένα τρελό χορό μέσα από τα κλειστά μου μάτια όταν τον είδα να έρχεται. Κατηφόρισε από τα βράχια και στάθηκε δίπλα μου. Ψηλός, όπως τον έβλεπα πάντα στα όνειρα μου με τα κατάξανθα μαλλιά του να μπαίνουν στα μάτια του από το αεράκι. Πρώτη φορά πρόσεξα πως φορούσε πράσινα ρούχα που έδειχναν να είναι από μια άλλη εποχή. Το παντελόνι του ήταν από σκληρό ύφασμα -λίγο άκαιρο για το καλοκαίρι σκέφτηκα- και από πάνω φορούσε μια πουκαμίσα σε ένα πιο γλυκό τόνο από το παντελόνι, που ανέμιζε κάνοντας να μοιάζει με πλάσμα από άλλού… Φορούσε μπότες σαν και αυτές που βλέπουμε σε ταινίες να φορούν οι άνθρωποι του μεσαίωνα και στο λαιμό είχε ένα πανέμορφο μενταγιόν με ένα σπειροειδές σχήμα που είχε ένα μικρό αστέρι στη μέση. Το άστρο πρέπει να ήταν φτιαγμένο από κάποιο πολύτιμο λίθο γιατί στραφτάλιζε στον ήλιο.
Άρχισε να μου μιλά, τα λόγια του όμως έμοιαζε να τα παίρνει ο αέρας. Τον κοίταξα στενοχωρημένη που για ακόμη μια φορά μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι μου έλεγε. Τότε σιώπησε, με κοίταξε και κράτησε με τα δυο του χέρια το πρόσωπο μου. Φύσηξε απαλά και μυρωδιές από κοιλάδες κατάσπαρτες με ανοιξιάτικα λουλούδια πλημμύρισαν τον τόπο. Ύστερα με κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε «καλημέρα». Γούρλωσα τα μάτια μου από έκπληξη και τον κοιτούσα με απορία όταν μου ξανάπε: «καλημέρα, είμαι ο Άβιαν. Σε ακολουθώ από καιρό γιατί τα πράγματα είναι πια αρκετά δύσκολα στο βασίλειο και θα πρέπει να έρθεις και να μας βοηθήσεις όπως είναι η υπόσχεση. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σου γιατί είχες κλειστούς όλους τους διαύλους –δεν μπορώ να καταλάβω γιατί, ίσως οι άνθρωποι να αισθάνονται καλύτερα σε κατάσταση ύπνωσης, εμείς πάλι όχι- από την στιγμή όμως που ήρθες εδώ κατάλαβα πως είσαι πια έτοιμη, γι’ αυτό και αποφάσισα να σε συναντήσω. Οι άνθρωποι μας εδώ, σε παρακολουθούν μέρες, όμως δεν διέκριναν κάποια κίνηση από μέρους σου. Αρχίσαμε να ανησυχούμε. Μήπως έχεις μετανιώσει για την υπόσχεση; Θα καταλάβω, οι άνθρωποι το συνηθίζετε». Είχα μείνει άφωνη. Δεν ήταν δυνατόν! Άκουγα καλά; Τόσο καιρό περίμενα να μου μιλήσει το όνειρο μου και τώρα που το έκανε ήθελα να βρω έναν τοίχο και να κοπανήσω το κεφάλι μου μπας και καταλάβω τι γινόταν. Στο πρόσωπο μου θα πρέπει να διαγράφονταν όλα αυτά τα αισθήματα απορίας, σύγχυσης, έκπληξης αλλά και το συναισθηματικό μπλοκάρισμα που βίωνα γιατί ο Άβιαν μου είπε με ένα πολύ σκεπτικό και στενοχωρημένο ύφος: «δεν ήθελα να σε αναστατώσω, νόμιζα ότι θυμόσουν. Στα όνειρα τους οι άνθρωποι θυμούνται, αλλά εσύ μάλλον ξέχασες, φαίνεται ότι σε έχει αποσπάσει εντελώς ο κόσμος σας και τα έχεις ξεχάσει όλα. Κρίμα! Ήσουν η τελευταία μας ελπίδα… Ας σε έχει ο προστάτης άγγελος καλά. Γεια σου!» Στην πιθανότητα να τον χάσω και μαζί με αυτόν το όνειρο με όλη αυτήν την γλυκύτητα και αγαλλίαση που μου προσέφερε, ταράχτηκα. «Στάσου», φώναξα «μπορεί να έχω ξεχάσει απ’ ότι φαίνεται κάποια πολύ σημαντικά πράγματα, όμως έχω όλη την διάθεση να ξαναθυμηθώ. Μην φεύγεις, σε παρακαλώ, εξήγησε μου τι εννοείς. Σου υπόσχομαι να σε ακούσω προσεκτικά και αν περνά από το χέρι μου θα σας βοηθήσω. Εξάλλου η υπόσχεση είναι υπόσχεση έστω και αν κάποιος την έχει ξεχάσει». Γύρισε και με κοίταξε συνοφρυωμένος και ύστερα από μια στιγμή δισταγμού περπάτησε προς το μέρος μου, κάθισε και μου έκανε νόημα να καθήσω και εγώ. Τότε ήμουν απλά χαρούμενη γιατί νόμιζα πως είχα καταφέρει να κρατήσω το όνειρο λίγο παραπάνω, δεν είχα καταλάβει βλέπετε πως ότι ζούσα ήταν πέρα για πέρα πραγματικό –ίσως περισσότερο πραγματικό από την καθημερινότητα μας- και πως το παράξενο είχε βρει έναν τρόπο να τρυπώσει στον κόσμο μου και να τον αλλάξει για πάντα.

Ο Άβιαν μου εξήγησε πως αυτό το νησί είναι μια από τις πύλες για τον κόσμο του και στην συνέχεια άρχισε να με βοηθά να θυμηθώ ότι είχε γίνει στο ξεχασμένο από εμένα παρελθόν. Είχε συμβεί όταν ήμουν 19 χρονών. Τότε μόλις είχα περάσει σε κάποια σχολή στην Κρήτη και όπως οι περισσότεροι φοιτητές είχα διάθεση και παρέα με όρεξη για περιπλανήσεις. Σε κάποια από αυτές τις εκδρομές λοιπόν σε ένα πανέμορφο μέρος την Ελαφόνησο, μου είχε συμβεί το πιο καταπληκτικό πράγμα που θα μπορούσε να τύχει σε άνθρωπο και εγώ η ανόητη το θυμόμουν σαν το πρώτο όνειρο! Ήταν καλοκαίρι όταν με την παρέα μου αποφασίσαμε να πάμε μια εκδρομή για να γνωρίσουμε τις ομορφιές της Κρήτης. Ύστερα από μια αρκετά μεγάλη, πανέμορφη και κουραστική διαδρομή φτάσαμε στην παραλία της Ελαφονήσου. Ήταν απόγευμα και έτσι αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε για βράδυ εκεί και να φύγουμε την επόμενη. Αφού φτιάξαμε τον καταυλισμό μας, κάναμε μπάνιο στην πιο καθαρή και ζεστή θάλασσα και μετά μαζευτήκαμε για φαγητό και χαλάρωση. Από εδώ και μετά εγώ θυμόμουν πως με πήρε ο ύπνος και πως είδα πολύ έντονα όνειρα που τα είχα αποδώσει στην υπερβολική κούραση που ένιωθα, όμως ο Άβιαν μου κατέστησε σαφές πως μόνο όνειρα δεν ήταν… Μου έδωσε να πιω ένα γλυκό και αρωματικό νερό, το νερό της μνημοσύνης όπως μου είπε. Θα με βοηθούσε να τα θυμηθώ όλα πολύ γρήγορα και χωρίς να χάνουμε χρόνο αφού χρόνος πλέον δεν υπήρχε. Το ήπια χωρίς να το πολυσκεφτώ και αμέσως βυθίστηκα σε έναν λήθαργο. Και θυμήθηκα…
Ενώ οι υπόλοιποι κάθησαν γύρω από τη φωτιά που είχαμε ανάψει παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας, εμένα μου κίνησε την περιέργεια ένα παράξενο φως πίσω από ένα λόφο από άμμο. Το είπα στον φίλο μου και του ζήτησα να πάμε να δούμε τι ήταν. Εκείνος μου απάντησε πως θα είναι κάποια αντανάκλαση που κάνει το φεγγάρι στο νερό και πως ήταν πολύ κουρασμένος για να κάνει το παραμικρό βήμα και έτσι αποφάσισα να πάω να δω μόνη μου. Μόλις ανέβηκα στο λοφάκι δεν κατάφερα να προσδιορίσω άμεσα τι ήταν αυτό που φώτιζε με τέτοιο τρόπο τη νύχτα. Πλησίασα αρκετά προς αυτό που φαίνονταν να είναι η πηγή του και που ήταν ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα. Απογοητεύτηκα αρκετά όταν είδα πως ήταν ένα μικρό γυαλάκι. «Κοίτα να δεις που ο Αντρέας είχε δίκιο», σκέφτηκα. «Μα να ρίχνει τόσο φως;». Άρχισα να το περιεργάζομαι σκεπτική για το πώς ήταν δυνατό να αντανακλά τόσο πολύ το φως του φεγγαριού και απογοητευμένη για το ότι η ανακάλυψη μου δεν περιείχε κανένα απολύτως μυστήριο. Ήταν ένα γυαλάκι, ένα απλό γυαλάκι από αυτά που έχουν όλες οι παραλίες γιατί κάποιος ασυνείδητος πέταξε τα σκουπίδια του και που η φύση φρόντισε να το ενσωματώσει λειαίνοντας το και κάνοντας το να φαίνεται σαν βοτσαλάκι. Το κρατούσα στο χέρι μου και έπαιζα με αυτό όταν είδα πως είχε κάποια σχήματα επάνω του. «Για να δούμε θα γνωρίσω τη μάρκα της μπύρας;» σκέφτηκα απαξιωτικά για το εύρημα μου και βάλθηκα να το εξετάζω. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να ανακαλύψω την «μάρκα της μπύρας» γιατί αυτό που διέκρινα ήταν μια σπείρα με ένα άστρο στη μέση και έτσι άρχισα να σκέφτομαι πως ακόμα και οι «πολιτισμένοι» ξένοι που έρχονται στην χώρα μας τελικά κάνουν σκουπίδια αφού προφανώς επρόκειτο για μπύρα από την αλλοδαπή! Και ενώ έκανα όλες αυτές τις βαθυστόχαστες σκέψεις δεν πρόσεξα πως κάτι κινούνταν στα αρμυρίκια, κάτι μικρό που με παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα και που είχε αρχίσει να γίνεται πολύ νευρικό. Έκανα να βάλω το βότσαλο στην τσέπη μου όταν άκουσα την στριγκή φωνή του: «άσε κάτω τον φάρο!».Πισωπάτησα και έπεσα κάτω από την τρομάρα μου όταν είδα ένα νάνο να με πλησιάζει «άσε κάτω τον φάρο ανόητε άνθρωπε! Όλο ζημιές είστε εσείς οι κοιμισμένοι. Άσε κάτω τον φάρο τώρα γιατί θα σου φάω το πόδι!».

Τα λόγια του όσο απειλητικά και αν ακούγονταν δεν με τρόμαξαν όσο αυτός ο ίδιος. «Ποιος είσαι και πως έφτασες εδώ; Που έχεις κατασκηνώσει; Είναι και άλλοι μαζί σου;» είπα με το θράσος που μου επέτρεπε η ηλικία μου να έχω. Αυτός δεν είπε τίποτα, μόνο κάγχασε και με μια πολύ γρήγορη κίνηση έκανε να μου πάρει το γυαλάκι που τόση ώρα κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου. Με το που με πλησίασε και από φόβο περισσότερο, του επιτέθηκα και του δάγκωσα το χέρι. Αυτός ούρλιαξε αλλά το ουρλιαχτό του δεν φάνηκε να αντιλήφθηκε κανείς από την παρέα μου. Έπεσε κάτω κρατώντας το χέρι του και από τον τόνο της φωνής του υπέθεσα πως έβριζε γιατί τις λέξεις δεν τις καταλάβαινα. Αμέσως εγώ πήρα ένα ξύλο από εκεί δίπλα και κρατώντας το από τις δυο του άκρες το έβαλα στον λαιμό του για να τον ακινητοποιήσω. Ο νάνος μην περιμένοντας τέτοια αντίδραση από εμένα δεν ήξερε τι να κάνει. Και το λέω αυτό γιατί από ότι αποδείχτηκε αργότερα δεν υπολειπόταν σε σωματική δύναμη. «Είσαι μπελάς μικρή το ξέρεις;», μου είπε «δώσε μου σε παρακαλώ τον φάρο μου γιατί χωρίς αυτόν δεν θα με βρουν οι δικοί μου και δεν θα μπορέσω να γυρίσω σπίτι μου». «Α, ναι; Και που είναι αυτό;» τον ρώτησα μην περιμένοντας ουσιαστικά κάποια απάντηση. «Αν και είσαι αυθάδης μικρή θα σου πω πως το σπίτι μου είναι τόσο κοντά όσο και μακριά και ακόμα παραπέρα και εσείς οι άνθρωποι δεν είστε μόνο κοιμισμένοι αλλά και τυφλοί οπότε και ακριβή διεύθυνση να σου έδινα δεν θα το έβρισκες ποτέ». «Δοκίμασε με» του είπα, περισσότερο θυμωμένη για αυτό το «κοιμισμένοι και τυφλοί» που είπε παρά από περιέργεια. «Πολύ ωραία λοιπόν» ανταπάντησε ειρωνικά «πίσω από τον λόφο που είμαστε είναι ένα μικρό πεύκο, επάνω του έχει τρεις μικρούς ρόζους που φτιάχνουν ένα αστεράκι. Βάλε τον φάρο στο αστεράκι και θα δεις ακριβώς που μένω. Πρόσεξε όμως μικρή γιατί μόλις το βάλεις θα έρθουν οι δικοί μου να με πάρουν και δεν θα χαρούν καθόλου που θα σε δουν. Τολμάς;» Καταλαβαίνετε πως για μένα ήταν πλέον θέμα τιμής. Δεν πίστευα λέξη από όσα έλεγε αυτός ο περίεργος νάνος και επιπλέον ο όποιος δισταγμός και αν είχα εξαφανίστηκε με εκείνο το ειρωνικό «τολμάς;». Τον άφησα και έτρεξα γρήγορα εκεί που μου είπε μη τυχόν και με προλάβει και μου πάρει το γυαλάκι. Το έβαλα γρήγορα πάνω στους τρεις ρόζους όπως μου είπε και κοίταξα μέσα. Νόμιζα ότι είδα μια καταπράσινη κοιλάδα, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ένας ακόμη νάνος και ένας ψηλός ξανθός νέος με κατάξανθα μακριά μαλλιά και πράσινα ρούχα… Πριν καταλάβω τι ακριβώς γινόταν οι τρεις τους συναντήθηκαν και άρχισαν να μιλούν σε εκείνη την ακατάληπτη γλώσσα που μιλούσε και ο νάνος όταν με έβριζε. Αφού μίλησαν για κανένα πεντάλεπτο, γύρισαν προς το μέρος μου και ο νάνος μου είπε πως θα πρέπει να τους ακολουθήσω γιατί είδα πράγματα που κανένας κοιμισμένος δεν έπρεπε να δει και πως για την τύχη μου θα αποφάσιζε το συμβούλιο των γερόντων. Τους απάντησα πως δεν έχω να πάω πουθενά και πως το τρελοσυμβούλιο τους θα έπρεπε μάλλον να αποφασίσει τι είδους ψυχοφάρμακα θα πάρει παρά να δικάζει αθώους ανθρώπους. Και κίνησα να φύγω. Τότε έγινε κάτι που η αλήθεια είναι ότι με τρόμαξε πολύ. Ενώ ξεκίνησα να πηγαίνω προς το μέρος όπου ήταν η παρέα μου ξαφνικά βρέθηκα μέσα στο τοπίο που είχα δει πριν.
Σταμάτησα να περπατώ και κοίταζα αποσβολωμένη γύρω μου. Η κοιλάδα βέβαια ήταν υπέροχη. Καταπράσινη και με χίλιες ευωδιές από λουλούδια και ο ήλιος έλαμπε με μια πρωτόγνωρη ζεστασιά όμως η λογική μου δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ακριβώς είχε γίνει.

Προχώρησα αν και ήμουν πολύ φοβισμένη. Οι τρεις τους με ακολουθούσαν αμίλητοι και αν και δεν τους έβλεπα αισθανόμουν να με κοιτούν εξονυχιστικά… Η κοιλάδα ήταν υπέροχη και σε λίγο άρχισα να έχω μια πρωτόγνωρη ευφορία ενώ η κούραση μου, φάνηκε να εξαφανίζεται. Δεν περπατήσαμε για πολύ όταν φάνηκε ένα δάσος, με δέντρα που δεν μου φάνηκαν και τόσο γνωστά. Μπαίνοντας στο δάσος ο ξανθός νέος με τα πράσινα ρούχα προχώρησε μπροστά και μας οδήγησε μέσα από ένα δαιδαλώδες μονοπάτι –τέτοιο που δεν είχα ξαναδεί στην ζωή μου, γιατί οι σχηματισμοί που έκανε δεν μου φάνηκε να έχουν κάποια λογική, αφού έστριβε συχνά χωρίς να υπάρχει κάποιο φανερό εμπόδιο. Ύστερα από κάποια ώρα άσκοπου περπατήματος –όπως τουλάχιστον νόμιζα- φτάσαμε σε ένα ξέφωτο όπου υπήρχε ένας οικισμός. Ξύλινα σπίτια πάνω σε τεράστια δέντρα και άνθρωποι ντυμένοι όπως και ο ξανθός οδηγός μου. Καθώς μπήκαμε μέσα στον οικισμό όλοι σταμάτησαν τις δουλειές τους και μας κοίταζαν (τι «μας» δηλαδή, «με» κοίταζαν), άλλοι με απορία και άλλοι φανερά εκνευρισμένοι ενώ ένας παράξενος θόρυβος ακούστηκε λες και είχε σηκωθεί αέρας που παρέσυρε τα φύλλα από τα δέντρα. Ο φόβος μου μεγάλωσε καθώς δεν είδα κανένα φύλλο ή δέντρο να κουνιέται. Σε λίγο κατάλαβα πως αυτό που ακουγόταν δεν ήταν αέρας αλλά οι ψίθυροι των παράξενων αυτών ανθρώπων.

Προχωρώντας, φτάσαμε τελικά στην είσοδο μιας σπηλιάς που ήταν τόσο παράξενη όσο και όλο το υπόλοιπο τοπίο και ο οικισμός. Το στόμιο της ήταν αρκετά μεγάλο και ενώ από έξω φαινόταν σκοτεινή και απειλητική, μπαίνοντας είδα πως φωτιζόταν χωρίς όμως να μπορώ να προσδιορίσω από πού. Προχωρώντας από αυτό που εγώ το θεώρησα για προθάλαμο, μπήκαμε σε μια αίθουσα πραγματικά τεράστια και διακοσμημένη με ένα σωρό τοιχογραφίες από τοπία και πλάσματα ονειρικά που δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου και ούτε που ήξερα τι ήταν. Δεξιά και αριστερά στους τοίχους της αίθουσας φαινόταν να υπάρχει πίσω από τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες κάποιος κρυφός φωτισμός αλλά όταν προχώρησα να δω τι ήταν που φώτιζε αυτό το μέρος με ένα τόσο γλυκό φως –σαν το πρώτο φως της ημέρας, όταν ανατέλλει ο ήλιος το καλοκαίρι- δεν είδα απολύτως τίποτα. Ενώ είχα απορροφηθεί ψάχνοντας για την εστία φωτισμού, ξαφνικά άκουσα μια επιβλητική φωνή, η οποία αν και δεν κατάλαβα τι έλεγε, ένιωσα πως με καλούσε. Γύρισα προς το μέρος της φωνής και έμεινα να κοιτάζω σαν χαζή όχι τόσο από το θέαμα αλλά επειδή δεν μπορούσα να καταλάβω πως δεν είχα δει στην μέση αυτής της τεράστιας αίθουσας ένα επίσης τεράστιο τραπέζι σε σχήμα πλατανόφυλλου ή τέλος πάντων κάτι που έμοιαζε με πλατανόφυλλο και γύρω – γύρω σε μια «τρελή» διάταξη δώδεκα ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες, όλοι ντυμένοι στα πράσινα και να έχουν περασμένο στο λαιμό τους από ένα τεράστιο μενταγιόν όμοιο με το γυαλάκι που είχα βρει στην παραλία. Ο ξανθός οδηγός μου που καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού, μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Κατάλαβα πως αυτό θα πρέπει να ήταν το συμβούλιο των γερόντων που μου είχαν πει και από το ύφος τους ένιωσα πως είχα μπει σε πολύ μεγάλους μπελάδες.

Στάθηκα στο μέρος που μου υπέδειξε μια από τις γηραιές κυρίες και περίμενα. Πρώτος σηκώθηκε ο οδηγός μου και από το ύφος του και τις κινήσεις του σώματος του, έφτασα στο συμπέρασμα πως προφανώς θα τους εξηγούσε πως είχαν τα πράγματα με εμένα. Στη συνέχεια ένας – ένας πήραν τον λόγο και οι υπόλοιποι ενώ μίλησε και ο νάνος που είχαμε τσακωθεί στην παραλία. Από τον τόνο της φωνής των περισσοτέρων κατάλαβα πως η υπόθεση μου μάλλον δεν πήγαινε και τόσο καλά. Χωρίς να ανησυχώ και τόσο πολύ για το τι επρόκειτο να γίνει –στην χειρότερη των περιπτώσεων πίστευα πως θα με έδιωχναν κακήν κακώς- άρχισα να ξαναχαζεύω το φως στην αίθουσα. Ενώ το μυαλό μου το αισθανόμουν εντελώς άδειο από σκέψεις συνειδητοποίησα πως μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν!
-«θα πρέπει να περάσει από την δοκιμασία»
-«τι λες Άναντον, δεν βλέπεις πως είναι μόνο ένα παιδί;»
-«αυτό είναι άσχετο! Μπήκε στο Βασίλειο! Πρέπει να δούμε τις διαθέσεις της. Αν έχει καθαρή καρδιά.»
-«συμφωνώ»
-«θα σκοτωθεί!»
-«θα γίνει αυτό που πρέπει να γίνει»
-«αν σκοτωθεί θα τιμωρηθούμε από τον μέγα άγγελο. Έχουμε ευθύνη!»
-«Υπάρχει η προφητεία»
-«δεν νομίζω πως έχει να κάνει με την προφητεία»
-«γιατί; Θυμήσου τα ιερά λόγια: σε καιρούς σκιερούς, που οι εχθροί θα είμαστε εμείς και οι άλλοι όταν ο ήλιος θα δύει, μια λεύκα θα λύσει τα μάγια την αύρα θα φέρει και οι καρδιές θα αγαλλιάσουν»
-«και αυτή είναι η λεύκα;»
-«ίσως»
-«το ίσως αυτό μπορεί να μας στοιχίσει τις ζωές πολλών. Εξάλλου δεν φαίνεται και τόσο έξυπνη!»
-«Μάλλον χαζούλα»
-«τι περιμένεις από μια κοιμισμένη;»
-«Ε», φώναξα «δεν είναι και τόσο ευγενικό να μιλάτε για μένα με αυτόν τον τρόπο ενώ είμαι μπροστά! Και κατ’ αρχήν για τι προφητείες και αηδίες μιλάτε; Και τι σας κάνει να νομίζετε πως θα περάσω από την οποιαδήποτε δοκιμασία; Θέλω να γυρίσω στην παρέα μου τώρα»
Με το πιο έκπληκτο ύφος που έχω δει ποτέ σε ανθρώπινο ή μη, ον γύρισαν όλοι μαζί και με κοίταξαν.
-«καταλαβαίνεις τι λέμε;»
-«φυσικά! Γιατί δεν θα ‘πρεπε;»
Με χαμένο κυριολεκτικά ύφος ο οδηγός μου που τόση ώρα καθόταν σιωπηλός, απάντησε : «δεν θα ‘πρεπε»

Το τι ακολούθησε μετά ούτε που μπορώ να το περιγράψω. Σηκώθηκαν όλοι και άλλος απαιτούσε να με φυλακίσουν, άλλος να με διώξουν, άλλος να περάσω κάποιου είδους δοκιμασία και άλλος να με δεχθούν απλά ως μέλος της κοινότητας τους. Βλέποντας όλα αυτά και μην μπορώντας να διακρίνω κάποιο νόημα (είπαμε, 19 χρονών ήμουν, το μόνο που ήθελα ήταν να μην χάσω την εκδρομή με τους φίλους μου), ξεκίνησα να φύγω από την αίθουσα. Τότε ο οδηγός μου φώναξε κάτι στην γλώσσα τους, κάτι που αυτή την φορά δεν κατάλαβα και τρεις νάνοι παρουσιάστηκαν από το πουθενά και μου έκλεισαν το δρόμο. Παρά τις φωνές μου και την αντίσταση την οποία προέβαλα με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο της σπηλιάς, αρκετά άνετο μπορώ να πω, που όμως εμένα μου δημιούργησε πολύ άσχημα συναισθήματα λόγω της κλειστοφοβίας από την οποία υπέφερα από μικρή.
Κάθησα στην άκρη του κρεβατιού που υπήρχε και αισθανόμουν την αναπνοή μου να «κονταίνει» σιγά – σιγά. Έβαλα και πάλι τις φωνές και τους παρακαλούσα να ανοίξουν την πόρτα και τους έλεγα πως δεν θα προσπαθήσω να φύγω αλλά μάταια. Δεν αποκρίθηκε κανείς. Σε λίγο άρχισα να ζαλίζομαι και λιποθύμησα.
Ξύπνησα ούτε και που ξέρω μετά από πόση ώρα σε κάποιο άλλο δωμάτιο αυτή την φορά, με παράθυρα, και από πάνω μου είδα κάποιον που μου θύμησε γιατρό να με εξετάζει. Μόλις συνήλθα ήρθε ο οδηγός μου να με δει, οποίος φαινόταν πολύ στενοχωρημένος.
-«Λυπάμαι», μου είπε «δεν περιμέναμε τέτοια αντίδραση, απλά σε βάλαμε στο δωμάτιο ηρεμίας. Εσείς οι κοιμισμένοι όμως φαίνεται πως αντιδράτε εντελώς διαφορετικά από εμάς. Πραγματικά δεν μπορώ να σας καταλάβω και… ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;»
-«ποιο;»
-«αυτό που φοράς στο λαιμό σου!»
-«φυλαχτό, μου το ‘χει δώσει η γιαγιά μου…»
-«Πως έλεγαν την γιαγιά σου;»
-«Κασσάνδρα Ελευθερίου, γιατί την γνώριζες;» είπα με αρκετή ειρωνεία.
-«Κασσάνδρα Ελευθερίου… και που ζει;»
-«Δεν ζει πια. Ζούσε στην Ήπειρο, σε κάποιο χωριό στον Βίκο. Σιγά μην το ξέρεις. Γιατί ρωτάς;»
-«Το μενταγιόν αυτό δόθηκε σε αυτήν τη γυναίκα από τον πατέρα μου όταν του έσωσε τη ζωή κάποτε που βρέθηκε στο φαράγγι του Βίκου στον χώρο που λέγεται Ελλάδα.»
-…….
Στο άκουσμα των λόγων του άρχισα να τρέμω. Θυμήθηκα την γιαγιά μου και ένα παραμύθι που μου έλεγε όταν πηγαίναμε με τους γονείς μου στο χωριό. Για έναν λαό που ήταν κρυμμένος σε τόπους ονειρεμένους και που χάρις σ’ αυτόν εμείς μπορούσαμε να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια. Και που κάποτε θα ενωνόμασταν μαζί τους όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή… Τότε νόμιζα πως η γιαγιά μου απλά δεν ήξερε άλλα παραμύθια και γι’ αυτό μου έλεγε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, όμως τώρα μπορούσα να καταλάβω αυτή της την εμμονή. Έμεινα να τον κοιτάζω βουβή προσπαθώντας ακόμη να συλλάβω σε όλη τους την έκταση τα όσα είχαν συμβεί μέχρι τώρα.
-«Μπορείς σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις τι γίνεται εδώ πέρα; Γιατί είμαι εδώ μέσα, πού είναι αυτό το εδώ μέσα και για ποιόν λόγο έκαναν συμβούλιο όλοι αυτοί οι απίθανοι τύποι;» τον ρώτησα αγανακτισμένη.
-«Μπορώ», απάντησε με ένα κάπως απλανές βλέμμα σκεπτόμενος από ότι κατάλαβα την πεθαμένη την γιαγιάκα μου. Πράγμα που μου προκάλεσε κάποιες τύψεις γιατί εγώ ποτέ δεν θυμόμουν να την είχα σκεφτεί με την νοσταλγία που έδειχνε ο παράξενος φίλος μου…
Ξεκίνησε λοιπόν να μου περιγράφει πως είχαν γνωριστεί ο πατέρας του και η γιαγιά μου όταν ήταν παιδιά, σε μια πολύ δύσκολη εποχή για τον λαό του, γιατί κάποιες «χαμένες ψυχές» όπως τους αποκάλεσε συμμάχησαν με τις δυνάμεις του κακού και πως τους είχε βοηθήσει τότε, μην έχοντας καν συνείδηση του τι έκανε… Η ιστορία του ήταν πολύ όμορφη και τέλειωνε με το φυλαχτό που έδωσε ο πατέρας του στην γιαγιά μου και που χρησίμευε και ως αναγνωριστικό για την ίδια και τους απογόνους της από την φυλή του αλλά και ως σημάδι της υπόσχεσης που του είχε δώσει για πιθανή μελλοντική βοήθεια…
Όπως καταλαβαίνετε ακόμη δεν τον είχα πιστέψει… Και πώς να το κάνω από την στιγμή που όλο αυτό που μου διηγήθηκε ήταν κάτι ανάμεσα στον μάγο του Οζ και τη Νάρνια…
Όπως και να ‘χει, εκείνο το φυλαχτό τελικά με έσωσε από ότι παράξενες ιδέες και αν είχαν σφηνώσει στο μυαλό κάποιων από τους γέροντες της φυλής. Με άφησαν να φύγω, αφού ανανέωσα εκείνον τον παλιό όρκο της γιαγιάς μου. Όταν ξύπνησα το πρωί στο πλευρό του Αντρέα, θεώρησα το θέμα ως ένα απίστευτα παλαβό και όμορφο όνειρο και το ξέχασα…
Και να τώρα που, κατά κάποιο τρόπο, το ξαναζούσα! Ο Άβιαν ήταν εδώ! Μου μιλούσε! Ζητούσε την βοήθεια μου!

Ζητούσε την βοήθεια μου!

Ζητούσε την βοήθεια μου και ανατίναζε κάθε ίχνος λογικής που διέθετα…
«Είπες πως είμαι η τελευταία σας ελπίδα;» ψέλλισα σε μια ύστατη προσπάθεια να συμμαζέψω λίγο το μυαλό μου… Στην ουσία ήθελα περισσότερες λεπτομέρειες, περισσότερα στοιχεία, κάτι που να ‘χει να κάνει με την καθημερινή λογική για να κρατήσει…

«Ναι αυτό είπα, εσύ γνωρίζεις καλύτερα τους τρόπους της φυλής σου και όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με μας, έχουμε χάσει κάθε επαφή με τους δικούς μας στον κόσμο σας. Βλέπεις το κακό ξαναχτύπησε, χειρότερο από ποτέ! Μας αποκόβει από σας. Βρήκαν τρόπο να παρεμβαίνουν στα όνειρα και όλοι οι ευαίσθητοι δέκτες έχουν χάσει κάθε επαφή μαζί μας! Καταλαβαίνεις; Αυτό σημαίνει το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε! Και για σας και για μας! Σε παρακαλώ άκουσε με … πρέπει να δράσουμε γρήγορα! Αν αυτή η κατάσταση συνεχίσει είμαστε όλοι καταδικασμένοι! Δεν θα μπορεί να υπάρξει θεραπεία για τους ανθρώπους και εμείς σιγά-σιγά θα χαθούμε! Δεν θα υπάρχει σκοπός καταλαβαίνεις; Το δίχτυ του κόσμου θα μεγαλώσει και μετά δεν θα υπάρχει ελπίδα για κανέναν! Κανείς δεν θα μπορεί να ξεφύγει! Θα χάσουμε την επαφή μας με το υπέρτατο Ον! Καταλαβαίνεις; Αυτό είναι εφιαλτικό! Οι κόσμοι όπως τους ξέρουμε θα καταστραφούν!»
Η αλήθεια είναι πως δεν καταλάβαινα όλα αυτά που μου έλεγε. Τι σχέση είχαν τα όνειρα με τον κόσμο των ανθρώπων, τους ευαίσθητους δέκτες (μα ποιοι ήταν αυτοί οι ευαίσθητοι δέκτες τέλος πάντων;) και… για ποιο δίχτυ μιλούσε; Αντί να πάρω μιαν απάντηση που θα μπορούσε να με βοηθήσει μπλέχτηκα περισσότερο. «Α, στο καλό! Άντε να ξεμπλεχτώ τώρα!» σκέφτηκα, «μόνο σε μένα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο! Α ρε γιαγιά…»
Πήρα μια βαθιά ανάσα και ρώτησα: «και πως μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Πρέπει να έρθεις μαζί μου, στον κόσμο μου, εκεί θα δεις τις αλλαγές και θα καταλάβεις καλύτερα. Έπειτα θα συναντηθείς και με τους γηραιούς και θα σου εξηγήσουν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να βοηθήσεις. Ύστερα θα αποφασίσεις αν θα το κάνεις. Έλα, δεν έχουμε χρόνο»
«Εντάξει, έρχομαι…» είπα με σφιγμένο στομάχι…

Αρχίσαμε να περπατάμε στο χωριό τους, στην εξοχή τους, σε λίμνες και λιβάδια και ο Άβιαν μου εξηγούσε και μου έδειχνε. Μια σκιά εδώ, λίγο ξερό χόρτο εκεί, κάποιους από την φυλή τους με «πρωτόγνωρες και αγιάτρευτες ασθένειες…» η αλήθεια είναι πως ούτε εντυπωσιάστηκα αλλά ούτε και με τρόμαξε κάτι. Ε, όπως και να το κάνουμε μπροστά στον δικό μας τον κόσμο αυτός ήταν παράδεισος! Δεν υπήρχε φτώχια, πείνα, εγκληματικότητα, ορφάνια, δυστυχία με οποιονδήποτε τρόπο αφού και αυτοί οι συντοπίτες του με τις «πρωτόγνωρες και αγιάτρευτες ασθένειες» όπως τις είχε ονομάσει μου έμοιαζαν μάλλον με συναχωμένους παρά με οτιδήποτε άλλο.
Καθ’ όλη την διάρκεια της περιηγήσεως μας δεν μιλούσα.
Παρατηρούσα.
Πρόσεχα τα πάντα. Κάθε τι που υπήρχε σε αυτόν τον κόσμο με ενθουσίαζε. Ήταν απίστευτα όμορφος. Όλα ανέδυαν μια αίσθηση απίστευτης γαλήνης και ηρεμίας. Ήταν πεντακάθαρα, λουσμένα σε ένα αγνώστου –για μένα- προελεύσεως φως. Όλοι ήταν ευγενικοί και δεν έμοιαζε να τους απασχολεί κανενός είδους πρόβλημα, πόσο μάλλον η αμφιλεγόμενη «καταστροφή του κόσμου όπως τον ξέρουμε!», του φίλου μου του Άβιαν για τον οποίο, για να πω την αλήθεια, είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως μάλλον παλαβούτσικος είναι όπως και η τρελοπαρέα των γηραιών, που έβλεπαν όλοι μαζί καταστροφές… οι κασσάνδρες!
Ο Άβιαν μιλούσε συνεχώς. Έλεγε και ξανάλεγε για το δίχτυ και τον κλέφτη των ονείρων, για την υπόσχεση μου για την σοβαρότατη συζήτηση που θα έρεπε να κάνω με τους γηραιούς και για το πώς θα μπορούσα να βοηθήσω, εγώ, μια κοινή θνητή στην σωτηρία του κόσμου. Φαινόταν συνεπαρμένος από το γεγονός πως ήταν εκεί και μιλούσε στην «σωτήρα» του κόσμου…
Η «σωτήρας» από την άλλη όλο και λιγότερα καταλάβαινε αφού αυτός ο κίνδυνος για τον οποίο μου μιλούσε δεν φαινόταν να υπήρχε κάπου εκεί κοντά…
-«Τι είναι αυτό εδώ; Άβιαν πες μου τώρα αμέσως τι είναι αυτό εδώ το χάος μπροστά μου! Που πήγαν τα λουλούδια;»
-«Καλά δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω τόση ώρα;»
-«Όχι. Δεν με ενδιαφέρει τι μου λες τόση ώρα. Πες μου μόνο που πήγε το υπόλοιπο από αυτόν τον υπέροχο κήπο και τι είναι αυτή η μαυρίλα μπροστά μας!»
-«Αυτή η μαυρίλα γλυκιά μου είναι ο κλέφτης των ονείρων που σου έλεγα. Είμαστε πολύ κοντά στα σύνορα με τον κόσμο σου. Έχει φάει σχεδόν τα πάντα από την δική σας πλευρά και προχωρά ακάθεκτος. Μα καλά, δεν έχεις προσέξει πως οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο επιθετικοί και πιο άπληστοι τον τελευταίο καιρό;»
-«Για να πω την αλήθεια… όχι. Προτιμώ την απομόνωση μου, δεν θέλω να έχω επαφές, αισθάνομαι πως αρρωσταίνω όταν είμαι δίπλα σε κόσμο, οπότε συναναστρέφομαι μόνο με ότι δεν μπορώ να αποφύγω…»
-«Μάλιστα. Δεν είναι περίεργο αφού και εσύ είσαι ένας από τους ευαίσθητους δέκτες, οπότε, ότι γίνεται στον κόσμο, εσύ το προσλαμβάνεις πολύ πιο έντονα από τους κοιμισμένους.»
-«Α, τι καλά! Τουλάχιστον από όλη αυτήν την βόλτα έμαθα και κάτι άλλο εκτός από την επικείμενη καταστροφή… εγώ είμαι μία από τους ευαίσθητους δέκτες… και την είχα την απορία…»
-«Μην ειρωνεύεσαι καλή μου! Καταλαβαίνω πως μπορεί να σου φαίνονται απίστευτα όλα αυτά αλλά είναι αλήθεια! Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά!»
-«Συγνώμη, έχω κουραστεί πολύ και αυτή η μαυρίλα μπροστά μου δεν βοηθά καθόλου… μπορούμε να γυρίσουμε;»
-«Φυσικά. Δεν έχω κάτι άλλο να σου δείξω και όπως βλέπεις μας τελειώνει και ο χρόνος. Κυριολεκτικά… Πάμε πίσω, ήρθε η ώρα να μιλήσεις με τους γηραιούς.»

Ο δρόμος για την επιστροφή δεν μου ήταν και τόσο ευχάριστος. Μάλλον είχα αρχίσει να «βλέπω» τι εννοούσε ο Άβιαν τόση ώρα. Όλα όσα προσπαθούσε να μου εξηγήσει, ξαφνικά φανερώθηκαν μπροστά στα μάτια μου.
Ναι. Υπήρχε δυστυχία. Όχι με τους δικούς μας όρους. Όχι όπως στον δικό μας κόσμο. Ήταν πολύ χειρότερα. Αυτά τα πλάσματα δεν ήξεραν τι σήμαινε αυτή η λέξη. Δεν την είχαν νιώσει ποτέ. Δεν υπήρχε καν στο λεξιλόγιο τους. Αυτό ήταν που τους αρρώσταινε. Ήταν ένα συναίσθημα που το μυαλό τους δεν αναγνώριζε και το σωματοποιούσε. Και αυτό ήταν που έκανε τα πράγματα τόσο δραματικά, τόσο καταστροφικά… Ασθενούσαν επειδή δεν μπορούσαν να διαχειριστούν το συναίσθημα… Μα και σε μας το ίδιο δεν συμβαίνει;
Ο πόνος έκανε την είσοδο του στον παράδεισο…

Κάποτε επιστρέψαμε. Οι γηραιοί είχαν ήδη μαζευτεί και μας περίμεναν. Έξω από την αίθουσα είχε μαζευτεί όλος ο οικισμός, περιμένοντας μάλλον την απόφαση μου.
Τόσα βλέμματα… όλα στραμμένα επάνω μου… δεν άντεξα και κατέβασα το κεφάλι. Τι θα έπρεπε να κάνω; Θα μπορούσα; Και αν δεν γινόταν; Αν έπρεπε να σκοτώσω; Να πολεμήσω; Μα τι ήξερα εγώ από όλα αυτά; Τι θα μπορούσα να κάνω; Μόνη; Θα έρχονταν και κανείς άλλος; Δεν πιστεύω να θέλουν να μπω σε μέσα σε αυτήν την σκοτεινιά!
Μπήκαμε μέσα στην αίθουσα. Τα πόδια μου είχαν λυθεί και το μυαλό μου ήταν σε τρομερή σύγχυση. Το άγχος είχε χτυπήσει κόκκινο. Και αν δεν μπορέσω να κάνω αυτά που θα μου πουν; Θα είμαι υπεύθυνη για την καταστροφή του κόσμου;
Ok … είναι πλέον βέβαιο… μόλις έπαθα κρίση πανικού.
Γύρισα με απελπισία προς τον Άβιαν, ο οποίος κατάλαβε αμέσως πως είμαι στα πρόθυρα κατάρρευσης. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω και ζαλιζόμουν τρομερά. Το κεφάλι μου βούιζε… κρατήθηκα από πάνω του για να μην πέσω.
Αυτός έβγαλε ένα πουγκί που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του –πως δεν το είχα δει τόση ώρα;- και μου έδωσε να πιω. Το υγρό ήταν παχύρευστο και πολύ γλυκό. Ένιωσα άμεσα πολύ καλύτερα και βλέποντας την απορία στα μάτια μου, μου εξήγησε.
-«Είναι απλά θεραπευτικά βότανα… κατάλληλα για να σε ηρεμούν»
Χαμογέλασα με δυσκολία και στράφηκα προς τους γηραιούς.
-«Λοιπόν; Τι πρέπει να κάνω;»
(μα θα μπορέσω ρε γαμώτο… τι τους λέω τώρα…)
Ένας κυριούλης που δεν τον είχα δει πριν σηκώθηκε και άρχισε να μου μιλά με τον γλυκύτερο τρόπο που μου έχει μιλήσει «άνθρωπος» ποτέ. Φαινόταν πολύ πιο γηραιός από όλους τους γηραιούς μαζί και όταν γύρισα και κοίταξα τα μάτια του αιώνες σοφίας άστραφταν μέσα τους. Το πιο παράδοξο όμως είναι πως εγώ αυτόν από κάπου τον ήξερα!
Εφόσον αισθανόμουν πως και είχα παραγνωριστεί μαζί τους αλλά και κατά κάποιον τρόπο επειδή είχα την πεποίθηση πως ήμουν ετοιμοθάνατη, με ότι συνεπάγεται αυτό, ξέρετε τώρα… απίστευτο θράσος, δεν δίστασα να τον ρωτήσω:
-«Γνωριζόμαστε από κάπου παππού;»
Ο γηραιός χαμογέλασε και χίλιοι ήλιοι ανέτειλαν! Ποτέ δεν είχα αισθανθεί να περιβάλλομαι από τόση αγάπη…
-«Και βέβαια γνωριζόμαστε! Ήμουν στο bardo πριν γεννηθείς τις τελευταίες 223 φορές! Σου ευχήθηκα καλό ταξίδι και καλή αντάμωση! Ήμουν εκεί τις φορές που γεννήθηκες καθώς και σε όλες τις μεγάλες σου αποφάσεις! Με ένιωθες πάντα δίπλα σου όταν ήσουν λυπημένη και σου κράταγα το χέρι στις μεγάλες χαρές σου. Α! και τρελαίνομαι να είμαι εκεί και να παρατηρώ όταν φτιάχνεις τα όνειρά σου! Αφού να φανταστείς πολλές φορές ανακατεύομαι και ‘γω εκεί μέσα, τόσο πολύ μου αρέσουν αυτά που κάνεις!»
-«Στην τουαλέτα έρχεσαι ή με αφήνεις να δράσω μόνη μου;» αντέτεινα με την μεγαλύτερη ειρωνεία που είχα… τρελούτσικος και ο παππούς ρε γαμώτο… και όχι τίποτ’ άλλο αλλά μάλλον αυτός θα μου πει τι είδους ανδραγάθημα θα πρέπει να κάνω… την έκατσα την βάρκα…
-«Τελικά κάποια πράγματα δεν αλλάζουν όσες ζωές και αν περάσουν…» είπε με το φρύδι σηκωμένο ψηλά στο μέτωπο του.
(πως το κατάφερε τώρα αυτό;)

-«Σοβαρέψου λίγο μικρή μου γιατί πραγματικά βιαζόμαστε και δεν είναι ώρα για εξυπνάδες… είμαι ο δάσκαλος σου. Κάθε άνθρωπος που γεννιέται έχει και από έναν. Βοηθό, προστάτη, όπως θες πες τον. Άλλοι έχουν πιο ισχυρό δέσιμο μαζί μας και φροντίζουν και επικοινωνούν και άλλοι πεθαίνουν χωρίς να έχουν ιδέα. Εμείς πάντως υπάρχουμε και βοηθάμε όσο μπορούμε. Αν θες δέξου το αν όχι δεν πειράζει ίσως σε κάποια από τις επόμενες ζωές. Τι θέλω τώρα από εσένα. Είναι κάτι που μπορείς να κάνεις και δεν θα το κάνεις μόνη σου. Γι’ αυτό είμαι εδώ και γι’ αυτό σου μιλώ εγώ και όχι κάποιος άλλος. Αυτό που χρειαζόμαστε από εσένα είναι να ονειρευτείς. Θα κοιμηθείς σε ένα μέρος που θα σου υποδείξουμε. Θα είμαι σε όλη την διάρκεια δίπλα σου και θα σε προσέχω. Μην φοβάσαι. Δεν θα κινδυνέψεις καθόλου. Όχι τουλάχιστον από αυτήν την πρακτική και όχι σε αυτόν τον τόπο. Πριν γίνει οτιδήποτε θα φας και θα πιεις προκειμένου να ενδυναμώσουμε το ονείρεμα. Θα εξαγνιστείς κάνοντας μπάνιο στη δρακολίμνη και θα αδειάσεις το μυαλό σου από κάθε σκέψη. Θα σε βοηθήσουν ειδικά φυτά που θα καίνε στον χώρο. Ύστερα θα ξαπλώσεις σε μέρος που θα σου πούμε μέσα στην σπηλιά της Μεγάλης Νεράϊδας και θα κοιμηθείς. Θα ονειρευτείς. Όσα δεις θα τα γράψεις μόλις ξυπνήσεις και από εκεί και μετά θα αναλάβουμε εμείς. Συμφωνείς;»
-«Συμφωνώ, αν και δεν ξέρω κατά πόσο θα δω αυτά που εσείς θέλετε να δω…»
-«Δεν κατάλαβες καλή μου… θα δεις αυτά που θες εσύ να δεις… και αυτά που θα δεις επειδή ακριβώς είσαι μία από τους ευαίσθητους δέκτες μας θα είναι αυτά που πρέπει. Σε εξασκώ αιώνες γι’ αυτό. Φυσικά αν δεν είχες το χάρισμα δεν θα μπορούσα να κάνω και πολλά, το έχεις όμως. Και το ξέρεις. Ξυπνάς κάθε πρωί και ξέρεις πως είσαι εντελώς διαφορετική. Το ξέρεις. Όσο και να θες να κρυφτείς και από τον ίδιο σου τον εαυτό και δεν το παραδέχεσαι… γι’ αυτό σε ρωτάω μια ακόμη φορά. Θα το κάνεις; Θες; Συμφωνείς;»
Αν και είχα μείνει άφωνη και δυσκολευόμουν να πιστέψω αυτά που μόλις είχα ακούσει, συμφώνησα.

Οι επόμενες ώρες ανήκουν … δεν ξέρω και ‘γω που ανήκουν…
Τα θυμάμαι όλα λες και ήταν από την αρχή της διαδικασίας ένα όνειρο.
Πρώτα με πήγαν σε μία μεγάλη και όμορφη τραπεζαρία με την πιο υπέροχη θέα σε μια θάλασσα, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα πως υπήρχε σε αυτόν τον κόσμο. Αν και δεν μπορούσα να προσδιορίσω την ώρα, φαινόταν πως ήταν δειλινό. Απίστευτα πορτοκαλί και ροζ - μωβ χρώματα διαγράφονταν στον ουρανό. Μου έφεραν σε πήλινο πιάτο να φάω κάτι που έμοιαζε με δημητριακά πλασμένα σε κάποιου είδους ψωμί. Το έφαγα. Είχα την αίσθηση πως έτρωγα την γη. Μου έφεραν σε πήλινο κύπελλο να πιω ένα ποτό σε αχνό γαλάζιο χρώμα. Το ήπια. Είχα την αίσθηση πως βούτηξα σε όλες τις θάλασσες, τα ποτάμια και τις λίμνες του κόσμου.
Έγινα αέρινη… άυλη…
Με έντυσαν με κάτι που μου θύμιζε αρχαία ελληνική χλαμύδα και με οδήγησαν στην δρακολίμνη. Κεριά έκαιγαν στην όχθη. Προχώρησα προς τα μέσα. Κολύμπησα σχεδόν μέχρι το κέντρο της λίμνης όταν … περισσότερο ένιωσα παρά άκουσα κάποιον να με φωνάζει να γυρίσω πίσω. Γύρισα. Ήμουν σαν υπνωτισμένη. Με οδήγησαν σε μια σπηλιά. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στον αέρα μύριζαν τα αρωματικά φυτά που έκαιγαν προκειμένου να βοηθηθώ στο ονείρεμα. Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…
Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…
Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…
Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Βυθίστηκα σε ένα απίστευτο λήθαργο. Δεν ήταν κανονικός ύπνος αυτό… όχι δεν ήταν…
Αέρινες μορφές, αρχαίες οντότητες ανακατεμένες μαζί με εικόνες του σύγχρονου κόσμου, προφητείες από φωνές που δεν μπορούσα να προσδιορίσω από που ή τι ήταν… πετούσα σε άγνωστους ουρανούς με σχηματισμούς αστεριών που ποτέ δεν είχα δει και κολυμπούσα σε θάλασσες από λάβα. Κάηκα χίλιες φορές. Χίλιες φορές χάθηκα. Έπεσα από γκρεμούς άπατους. Σηκώθηκα. Χάθηκα μέσα σε δίνες… γέλια και κλάματα από νεκρούς και ζωντανούς… ηρεμία και γαλήνη στο bardo… η Τρίτη διάσταση… πόλεμος! Πόλεμος! Πόλεμος! Μην φοβάσαι… εικόνες είναι μόνο… ήταν η φωνή του δασκάλου μου… μην φοβάσαι… εικόνες είναι μόνο… εικόνες είναι μόνο… ένα ζώο… τρώει τις σάρκες μου και ‘γω το κοιτώ με απάθεια. Το χαϊδεύω και το φιλώ. Χριστός και Βούδας περπατάνε δίπλα – δίπλα. Χαμογελούν και μοιράζουν αγάπη… σκέφτομαι την ματαιότητα της πράξης… και βυθίζομαι σε μια ακόμη δίνη… που με οδηγεί σε ένα ηλιόλουστο νησί, που με οδηγεί σε μια μικρή κοιλάδα, που με οδηγεί σε ένα ψηλό και δασωμένο βουνό, που με οδηγεί σε μια σπηλιά, που με βλέπω να είμαι ξαπλωμένη και να κοιμάμαι και δίπλα μου ο δάσκαλος… και η ελπίδα όλου του κόσμου μαζί μας… εκσφενδονίζομαι στο άπειρο και γίνομαι τίποτα… μια κουκίδα και γίνομαι μια σταγόνα σε έναν ποταμό που το κύμα την πετάει στην ρίζα ενός δέντρου, που την ρουφάει διψασμένο και ανεβαίνω προς τα κλαδιά του και μπαίνω σε ένα καρπό που τον τρώει ένα πουλί, που το τρώει ένα αιλουροειδές… από κάπου ακούγεται… όλα είναι ένα… και ένα θα παραμείνουν… ένα…

Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Φασκόμηλο… βασιλικός… λεβάντα…

Ξυπνώ.
Αμέσως γράφω όλα όσα είδα και άκουσα και τα παραδίδω στον δάσκαλο.

Βγαίνοντας από την σπηλιά βλέπω τον Άβιαν.
-«Θέλω να πάω σπίτι μου»
-«Εντάξει»

Ξύπνησα στην παραλία μου στο νησί… ο ήλιος κόντευε να δύσει. Πήρα το ποδήλατο μου και γύρισα στο ξενοδοχείο. Δεν είπα κουβέντα. Την επόμενη το πρωί μάζεψα τα πράγματα μου και έφυγα.
Γύρισα στο σπίτι μου και ξόδεψα τις μέρες που μου απέμειναν μέχρι να γυρίσω στην δουλειά κλεισμένη και απομονωμένη.

Περίμενα. Τι περίμενα; Τίποτα.
Η καταστροφή του κόσμου δεν ήρθε. Ή μάλλον έτσι νόμιζα εγώ. Μπορεί να είχε έρθει και να μην είχα καταλάβει τίποτα. Οι τηλεοράσεις μιλούσαν για τα συνηθισμένα. Οικονομικά προβλήματα, πόλεμοι, σεισμοί… τίποτα το καινούργιο… τίποτα το διαφορετικό.
Άρχισα να αμφιβάλλω για την ψυχική μου υγεία. «Και αν όλα αυτά ήταν κάποιου είδους παραλήρημα; Ελπίζω να ήταν κάτι περαστικό τουλάχιστον»

Κάποια στιγμή επέστρεψα στην δουλειά και η ρουτίνα με βοήθησε να ξεχαστώ. Μέσα στον επόμενο μήνα είχα πλέον πείσει τον εαυτό μου πως όλα ήταν ένα παροδικό παραλήρημα. Αφού δεν είχα ξανά ανάλογα συμπτώματα, θεώρησα πως έφταιγε το ότι καθόμουν με τις ώρες στον ήλιο… ησύχασα…

Ήταν Κυριακή πρωί όταν αποφάσισα πως ο κόσμος είναι ασφαλής από εμένα και το παραλήρημα μου και ξεκίνησα για μια βόλτα.
«Σούνιο θα πάω! Έχω καιρό να βγω και μου αξίζει μια μεγάλη βόλτα στην θάλασσα»
Φτάνοντας σκέφτηκα πως ένα πέρασμα από τον αρχαίο ναό είναι υποχρεωτικό για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα. Ανέβηκα το δρομάκι και έφτασα στο ναό. Ένα γκρουπ από τουρίστες υπήρχε μόνο και όλοι τους ήταν απορροφημένοι από τα λόγια του ξεναγού. Κάθησα σε μια γωνιά και κοιτούσα αφηρημένη προς την μεριά της θάλασσας. Αισθάνθηκα μια παρουσία δίπλα μου. Γύρισα απότομα γιατί θεώρησα πως κάποιο κλεφτρόνι θέλει να μου αρπάξει το πορτοφόλι.

Κοκάλωσα! Ήταν ο Άβιαν με περιβολή τουρίστα!
Με κοίταξε, χαμογέλασε και οι λέξεις που βγήκαν από τα χείλη του με έκαναν να χαμογελάσω και εγώ ύστερα από πολύ πολύ καιρό:
-«Όλα πήγαν καλά! Η ισορροπία επανήλθε, σε ευχαριστούμε! Α! Έχεις και ένα μήνυμα από τον δάσκαλο σου: Κράτα επαφή μέσα από τα όνειρα!»

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Σκέψεις

Είναι κρίμα όταν οι σκέψεις δεν μπορούν να εκφραστούν… να μπουν σε λέξεις, να βγουν από μέσα μου… θέλω τόσα πολλά να πω και ο λόγος είναι τόσο φτωχός, τόσο λίγος… τόσα πολλά συμβαίνουν… τόσο λίγα… τόσο αναμενόμενα..
Και ο λόγος λειψός…
Είναι μέρες που θέλω να γράψω… και η ιστορία δεν βγαίνει…
Οι σκέψεις πολλές και όλα αυτά που συμβαίνουν δεν βοηθούν…
Πώς να γράψεις όταν πνίγεσαι; Πώς να μιλήσεις όταν όλα είναι παραμορφωμένα;
Θέλει θάρρος η μαγεία… θέλει ψυχραιμία ο λόγος… θέλει ισορροπία η ύπαρξη…
Είναι κρίμα που η ιστορία δεν βγαίνει…
Αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα…
Και αν είναι μια μέρα να χαθείς,
να πεις...
στην αστραπή, τον κεραυνό,
πως είναι οι μέρες σου εδώ,
λίγες,
πως φεύγεις για τον λυτρωμό...
Και την ανατολή, σαν φύγεις,
φίλα την γλυκά,
πάρε την φίλη αγκαλιά...
μόνο μην πεις
"θα έρθει η ώρα
που θα 'μαι εδώ ξανά"

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

"Εγώ είμαι"

Σε είδα εκεί, μέσα στο πλήθος,
να περπατάς πρώτη φορά...
Και ήσουν εσύ, που μου μιλούσες χρόνια,
που μ'έσφιγγες στην αγκαλιά.
Λάμπαν τα μάτια σου,
αχτίδες του ήλιου
και το άγγιγμα γνωστό από χρόνια...
Κι όταν σου είπα
"το πρόσωπο θυμάμαι...
η έκφραση σου είναι γνωστή..."
απάντησες γλυκά,
"Εγώ είμαι"