Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Ποιητική απόπειρα Νο 2

Όνειρα

Βυθίζομαι στα όνειρα
τα βράδυα σαν κοιμάμαι
μα το πρωί όταν ξυπνώ
δεν θέλω να θυμάμαι.

Κόσμοι αλλόκοτοι, πολλοί
και τους διαβαίνω όλους
είν' η ζωή γλυκιά πολύ
στου ονείρου μου τους δρόμους.

Θα 'θελα να 'χα εγώ ζωή,
ονείρου χώρα,
να 'μαι πριγκήπισσα,
αητός,
να 'μαι θεός
και μπόρα...
2003
___________________________

Οι σοφοί

Μιλούν οι σοφοί
για μια άλλη ζωή
για μια άλλη ελπίδα.

Εγώ δεν βλέπω, είμαι τυφλή
τι 'ναι αυτό , που με οδηγεί,
στην καταιγίδα;

Φορώ σπαθί, κράνος βαρύ
και έχω ασπίδα.

Πόλεμο κάνω
κι ας είμαι τυφλή,
τρέχω, φωνάζω σαν την τρελή,
κι είν' το μυαλό ,
είν' η ψυχή,
αντάρα κακή,
μα μόνη ελπίδα...
03/06/2003
____________________________

Ανάμνηση

Είδα στον ύπνο μου μια βραδυά
πως ήμουν λεύκα μες το βοριά
κι είχα ξυλιάσει.
Ύστερα είδα προς την αυγή
πως ήμουν τάχα ένα γατί
που 'χε πεινάσει.
Την άλλη μέρα είδα εγώ
πως φίδια με ζώναν, ένα σωρό,
μ' είχαν ταράξει.
Και είδα πάλι εκεί, την αυγή,
πως ήμουν τάχα πολεμιστής
και μες την μάχη κατακτητής
κι όλους τους είχα τρομάξει!
03/06/2003
___________________________

Βοριάς

Γλυκιά αναμονή
τα λόγια σου Βοριά,
μιλούν μες την καρδιά μου,
το νου μου τον ξυπνούν.

Φύσα και πες μου μια φορά
για θάλασσες χαμένες,
για ονείρων τόπους μακρινούς
και γνώσεις ξεχασμένες.

Φωτιά τα μάτια σου,
Ψυχή,
γίνε το φυλαχτό μου,
για θα 'ρθει πάλι η αυγή
όρνιο στον κόσμο
τον κρυφό μου.
17/11/2003
____________________________

Δισθυμία

Φέξε στο φως της λαμπρής μέρας
μοναδική ανάσα νεκρού παιδιού
Φίλα την απότομη πλαγιά του βουνού
Ζήτα ψωμί και νερό,
όνειρο ενός νεκρού.
Πιες κρασί,
σπονδής ανάταση,
Σκέψεις...
ενός νεκρού...
23/09/2005

Ποιητική απόπειρα Νο 1

Η δροσούλα

Μικρή, πικρή δροσούλα,
μην περιμένεις τον ήλιο να χαθείς.
Απλώσου στον χώρο,
γίνου άνοιξη, την αύρα φέρε.
Τύλιξε στη μυρωδιά σου το φεγγάρι,
δωσ' του γλυκόπιοτο κρασί.
Κι αν έρθει η ανατολή,
δρόσισε την ψυχή της
13/04/98
________________________

Μορφέας

Σκέφτομαι τον Μορφέα,
πόσοι μέσα στους αιώνες γεύτηκαν
τη γλυκιά αγκαλιά του.
Μα εμένα
ανάλαφρε θεέ
ξεχασμένη μ' έχεις
τούτη τη βραδιά...
Φοβάμαι...
10/07/98
_______________________________

Η συμφωνία

Μια συμφωνία
είναι όλη η ζωή
"κλείσου" σου λένε,
"στην φυλακή"
και συ υπακούς
σα να σουν πουλί.
Τα κάγκελα βάζεις
πετάς το κλειδί
κι η αγωνία για το ψωμί.
Στολίζεις με φλούδες
την κάθε γιορτή
για να μην είναι πια φυλακή.
Μα η σκουριά
βαραίνει κι αυτή.
Και στο σκοτάδι
πεθαίνεις
κάθε στιγμή.
07/09/2000
___________________________

Άβυσσος

Είναι τα μάτια σου νύχτα βαθιά
μ'αισθήματα χαμένα,
κρυφά, στην καρδιά.
Τα λόγια σου λίγα,
τόσο σεμνά,
με στέλνουν σ' αβύσσους,
με στέλνουν μακριά.
Μες την ψυχή μου κρυφό φυλαχτό
τα λόγια σου...
εκείνο το φιλί το κρυφό...
Θα θελα δίπλα μου να σ' έχω εδώ...
γαλήνια η καρδιά,
η ψυχή,
το μυαλό...
08/07/2002

Κυριακή 3 Μαΐου 2009

Σκόρπιες σκέψεις


Εν αρχή ην...

Στην αρχή απλά ήταν... Εξακολουθεί να είναι και θα εξακολουθήσει να είναι επ άπειρον...

Απροσδιόριστο, Άναρχο, Άγνωστο, άχρωμο και άοσμο... Τα πάντα και ταυτόχρονα τίποτα απολύτως. Φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος, παντού και πουθενά... Αυτό το απροσδιόριστο κάτι, οι άνθρωποι το είπανε θεό. Οι άνθρωποι έχουν πάντα την τάση να προσωποποιούν τα πάντα γύρω τους. Έτσι τα αναγνωρίζουν πιο εύκολα και παύουν να τα φοβούνται. Αν και με τον θεό που δημιούργησαν δεν ισχύει ακριβώς αυτό. Έβαλαν τον θεό σε έναν θρόνο και από κει τον υποχρέωσαν να δημιουργήσει τα πάντα. Το φως, το νερό, τα βουνά, τα πουλάκια, τους πολέμους, την πείνα, τους μυρμηγκοφάγους... Ύστερα άρχισαν να έχουν ιδέες πως ο καθένας έχει και διαφορετικό θεό και πως ο θεός του καθενός είναι ο ένας και μοναδικός και αληθινός. Μετά από αυτό άρχισαν να τσακώνονται και να πολεμούν. Και να σκοτώνονται. Στο όνομα του ενός και μοναδικού θεού. Μετά νίκησαν όλοι. Και συνέχισαν να πιστεύουν ο καθένας στον δικό τους θεό. Τον έναν και μοναδικό νικητή.

Χμμ...

Στην συνέχεια ή και πριν από αυτήν δεν έχει και τόσο σημασία, ο άνθρωπος άρχισε να αναρωτιέται για ποιον λόγο φυτεύτηκε σε αυτόν τον όμορφο πλανήτη. Ποιος ο σκόπος της ύπαρξης του. Μήπως είναι φυλακισμένος εδω; Από ποιους φυλακίστηκε και γιατί; Αν ισχύει αυτό πως θα μπορέσει να απελευθερωθεί; Το έχει καταφέρει κανείς αυτό; Πως; Αν όντως έχει φυλακιστεί γιατί έγινε αυτό; Τι έκανε; Κάτι κακό; Μήπως απλά χάθηκε στο δρόμο; Ποιον δρόμο; Είναι ο άνθρωπος εκπεσών; Μήπως αυτός και μόνο αυτός είναι εκπεσών και όχι κάτι καημένοι άγγελοι; Μήπως είναι τελικά σε αυτόν τον πλανήτη γιατί μετάνιωσε για το σφάλμα του και ζει κάποιου είδους τιμωρία; Μήπως ζει την μέρα της μαρμότας μέχρι να τα κάνει όλα σωστά, μέχρι να ξαναβρει εκείνο τον δρόμο που έχασε και να μπορέσει να φύγει από δω;

Χμμ...

Και τί γίνεται με αυτούς που έχουν αυξημένη συνείδηση των πραγμάτων; Που μπορούν να αντιληφθούν την ματαιότητα της καθημερινής ηλιθιότητας; Είναι η κατάθλιψη, η τρέλα η απομόνωση αποτέλεσμα της; Γιατί; Τι ακριβώς δεν αντέχουν όλοι αυτοί; Γιατί δεν προχωρούν παρακάτω; Ποιον ρόλο παίζει ο εαυτός; Παίζει κάποιο ρόλο ο εαυτός;

Μήπως στην τελική ο μόνος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας;

Για σκεφτείτε το λίγο. Θα δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι παραπονιούνται σε καθημερινή βάση για χίλια δυο πράγματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι αν άλλαζαν 2-3 πραγματάκια στη δική τους συμπεριφορά θα άλλαζαν και την καθημερινότητα τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το κάνουν αυτό; Όχι. Ακόμη και αν βρεθεί κάποιος να τους πει τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους, δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα. Μπορεί να αναγνωρίσουν την χρησιμότητα της αλλαγής ακόμη και να αναγνωρίσουν τα μακροπρόθεσμα οφέλη από κάτι τέτοιο αλλά είναι απίθανο να κάνουν οτιδήποτε. Γιατί; Ένας βασικός λόγος -μπορεί να υπάρχουν και χίλιοι άλλοι πιο σημαντικοί- είναι η συνήθεια, το βόλεμα. Ο άνθρωπος δεν φοβάται το γνώριμο. Έστω και αν αυτό είναι καταστροφικό γι' αυτόν. Είναι κάτι γνώριμο που μπορεί να το αντιμετωπίσει. Ξέρει τι να κάνει. Αν αλλάξει συμπεριφορά, δεν μπορεί να γνωρίζει τα αποτελέσματα αυτής της αλλαγής και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γνωρίζει ποια συμπεριφορά ενδύκνειται...

Μήπως ο μόνος εχθρός μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός;

Τι θα γινόταν αν ξαφνικά όλοι αποφάσιζαν να είναι ευγενικοί με τους γύρω τους; Αν σταματούσαν το κουτσομπολιό; Αν χαμογελούσαν πιο συχνά; Έστω και χωρίς λόγο, μόνοι τους στο δρόμο. Τι θα γινόταν αν άρχιζαν όλοι ξαφνικά να χαμογελάνε σε όλους όσους συναντάνε; Τι θα γινόταν;

Χμμμ...

Μήπως τελικά θα πρέπει να αλλάξουμε οπτική; Δηλαδή: ξέρω πως το μόνο εμπόδιο που έχω είναι ο ευατός μου. Καθημερινά, δεν έχω να αντιμετωπίσω τίποτα άλλο παρά μόνο εμένα. Τίποτα άλλο. Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τα εμπόδια που εγώ μου βάζω. Όλα είναι στο μυαλό μου. Μπορώ να επιτεθώ στον εαυτό μου και να τον νικήσω; Αν ναι, γιατί οι περισσότεροι είναι εγκλωβισμένοι σε μια πλαστή πραγματικότητα που πάντα φταίνε οι άλλοι; Που βρίσκεται ο χαμένος κρίκος αυτής της πολύ απλής σκέψης; Πότε χάθηκε; Που είναι το κλειδί; Ποιος το έχει πάρει;

Ισχύουν όλα αυτά; Μήπως το διαταραγμένο μου μυαλό απλά τα φαντάζεται όλα αυτα; Υπάρχει αλήθεια; Υπάρχει ψέμα;

Μπααα...

Όλα είναι.

Από την άλλη μπορεί και να μην είναι...

Σάββατο 2 Μαΐου 2009

Παραλήρημα


Το τοπίο δεν μου θύμιζε τίποτα.
Χάραζε.
Τα γερασμένα δέντρα και το ξερό έδαφος δεν προμήνυαν κάτι καλό. Πού στην ευχή ήμουν; Δεν θυμόμουν πως βρέθηκα σε αυτό το μέρος. Σηκώθηκα με κόπο από το βράχο που ακουμπούσα και κοίταξα γύρω μου.
Τίποτα. Δέντρα και πέτρες.
Πέτρες και δέντρα.
Χάραζε.
Ο ουρανός ήταν κατακόκκινος. Όλος ο ουρανός ήταν κατακόκκινος. Απ’ άκρη σ’ άκρη. Ξανακοίταξα τριγύρω σε μια προσπάθεια να αποφασίσω τι να κάνω. Που να πάω. Το μυαλό μου ήταν θολό, αλλά από την άλλη μεριά τον τελευταίο καιρό το μυαλό μου ήταν πάντα θολό. Συνήθως από τις ποσότητες αλκοόλ που κατέβαζα… Τι συνήθεια και αυτή. Για μένα όμως ήταν η μόνη διέξοδος για την κενή μου ύπαρξη. Χωρίς φίλους και δουλειά τι μου απέμενε να κάνω; Βυθίστηκα μια μέρα στην κόλαση και δεν έλεγα να βγω από εκεί. Ακόμη και ο Τζιμάκος, ο τελευταίος ίσως φίλος που μου απέμεινε δεν στάθηκε ικανός να μου χωρέσει στο πεισματάρικο κεφάλι μου πως η καταστροφή δεν αποτελεί λύση.
Όχι. Εγώ μόνο αυτή τη διέξοδο είχα βρει : την φυγή από την πραγματικότητα. Ή την απόλυτη βύθιση σε αυτήν, στην πραγματική κόλαση –όλα είναι θέμα οπτικής εξάλλου.
Ούτε που θυμάμαι πως πέρασε ο τελευταίος χρόνος…
Πάντα είχα πολλούς φίλους – «όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα», έλεγα. Τι ηλίθια… όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα… Ώσπου μια μέρα έχασα την δουλειά μου. Μείωση προσωπικού.
Άθλια, δικτατορική, ελεεινή, καταστροφική, «μείωση προσωπικού». «Οικονομική δυσπραγία».
Έτσι βρέθηκα μια μέρα στο δρόμο.
Οι φίλοι χάθηκαν. Τα χρέη μεγάλωναν. Οικονομική δυσπραγία.
Τίποτα δεν μπορούσε να προμηνύσει τι θα συνέβαινε όταν άνοιξα την πόρτα εκείνου το μπαρ. Τι ειρωνεία… Κάθε μέρα περνούσα από εκεί όσο ήμουν εργαζόμενη. Ποτέ όμως βράδυ. Φοβόμουν… Δεν ξέρω τι. Ίσως τους μεθυσμένους που συχνά πυκνά έκαναν φασαρίες.
- «Ένα ουίσκυ. Straight»
- «Μάλιστα»
Μόνο που το ένα έγινε δύο, τρία, πέντε, ούτε που θυμάμαι πόσα. Ούτε που θυμάμαι με ποιον έφευγα κάθε βράδυ από εκεί.
Με όποιον έλεγε τα πιο ωραία ψέματα…
Συναισθηματική δυσπραγία…
Ένας χρόνος… ένας χρόνος χαοτικός, άναρχος, κολασμένα άθλιος… Και μετά; Μετά το απόλυτο τίποτα. Κάποια στιγμή σταμάτησα να μετράω τα ποτά, τις μέρες, τους μήνες, τους εραστές… Δεν χρειαζόταν να είναι καν καλοί ψεύτες όπως στην αρχή. Δεν χρειαζόταν καν να βλέπω τα πρόσωπα τους. Και πώς να τα δω; Μήπως τα έβλεπα και πριν;
Όλον αυτό τον καιρό ή κάποιον από αυτόν τον καιρό είχα τον Τζιμάκο. Μάζευε τα κομμάτια μου κάθε πρωί χωρίς να μιλά. Στην αρχή με αντιμετώπιζε σαν άρρωστη, προσπαθούσε να μου βάλει μυαλό, να με συνετίσει. Και με την ηρεμία και με φωνές. Τίποτα δεν έφερε αποτέλεσμα. Ώσπου περιορίστηκε στο να με συμμαζεύει τα πρωινά. Πάντα στο ίδιο μέρος. Στο παγκάκι της πλατείας «Ανεξαρτησίας».
Τι ξεπεσμός… όχι ότι καταλάβαινα και τίποτα. Με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με πήγαινε στο σπίτι του. Κοιμόμουν λίγες ώρες και ύστερα συνέχιζα ακάθεκτη. Κάποια μέρα ο Τζίμυ έσπασε, δεν άντεξε :
«ή διορθώνεσαι ή φεύγεις. Τόσα χρόνια προσπαθειών τα χαραμίζεις χωρίς αιτία. Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Εσύ; Εσύ; Πάντα ήσουν δυνατή. Τι έγινε τώρα; Επειδή σε απέλυσαν; Ε, και; Ούτε η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία. Γιατί παραιτήθηκες γαμώτο; Γιατί δεν προσπαθείς να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου; Φρόντισε να συνέλθεις ή φύγε. Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. Δεν μπορώ άλλο να μαζεύω τα κομμάτια σου…»
Έφυγα.
Δεν αισθανόμουν τίποτα πια. Ούτε λύπη ούτε πόνο. Τα λόγια του Τζίμυ δεν με ακούμπησαν καν. Έπεσα στο απόλυτο κενό. Στο απόλυτο τίποτα. Απλά υπήρχα. Κάθε πρωί συνέχιζα να ξυπνώ και σε άλλο κρεβάτι. Μόνο που άλλαξα στέκια. Προτίμησα άλλες συνοικίες, πιο κεντρικές. Οι πλατείες κοντά στο κέντρο της πόλης ήταν ότι έπρεπε. Υπήρχε και το συσσίτιο του δήμου εκεί κοντά. Όσο για τα ποτά μου, όλο και κάποιος καλοθελητής βρίσκονταν, με το αζημίωτο βέβαια… η αγαπημένη μου πλατεία έγινε η «πλατεία Ελευθερίας».
Τι πονοκέφαλος…
Και αυτός ο ήλιος που ανατέλλει σιγά - σιγά δεν βοηθά καθόλου την κατάσταση. Τουλάχιστον γλύτωσα από το κόκκινο χρώμα του ουρανού… τι βράχια είναι αυτά; Ούτε που τα είχα προσέξει νωρίτερα. Ελπίζω να υπάρχει κάτι γνώριμο από πίσω τους. Όχι. Πάλι αυτά τα ξερά δέντρα και οι πέτρες. Θεέ μου τι μονοτονία… ουφ! Τα πόδια μου δεν με βαστάνε. Το χθεσινό μεθύσι θα πρέπει να ήταν το κάτι άλλο. Μα πόσο μακριά μπορεί να είναι αυτά τα γαμημένα τα βράχια; Πόση ώρα πρέπει να περπατώ ακόμη;
Επιτέλους έφτασα… λίγο ακόμη… τι πόνος! Δεν θυμάμαι να πονούσα ποτέ έτσι, λες και με έχουν χτυπήσει με λοστούς. Λίγο ακόμη… ένα βήμα ακόμη… Μα τι περιμένω να βρω; Τι διαφορετικό από αυτή την ξεραΐλα μπορεί να υπάρχει πίσω από αυτά τα βράχια; Ποτέ δεν ξέρεις. Λίγο ακόμη και φτάνω στην κορυφή. Έφτασα! Ναι, καλά. Μια από τα ίδια. Πέτρες, θάμνοι, χώμα. Νομίζω πως θα πάθω ασφυξία από τόση σκόνη… κάτι τέτοιες στιγμές είναι που με κάνουν να εκτιμώ το νέφος… πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω.
Και τι να κάνω;
Πρέπει να προχωρήσω.
Μα πως στο καλό βρέθηκα εδώ; Χθες το βράδυ θυμάμαι πως ακολούθησα την ίδια ρουτίνα. Είχα βρει ένα μπαρ και έψαχνα κάποιον να με κεράσει ένα ποτό. Λίγοι εθελοντές. Για την ακρίβεια μόνο ένας. Ποιος να με κοιτάξει έτσι όπως έχω καταντήσει; Σκιά του εαυτού μου… έχω αδυνατίσει πολύ και οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια μου είναι κάτι παραπάνω από έντονοι.
-«Δεν προσελκύεις έτσι άντρες καλή μου»,
παρατήρηση της καινούργιας φιλενάδας μου, της Ρόζας. Πεταλουδίτσα της νύχτας, ελεύθερη επαγγελματίας.
-«όχι νταβατζήδες, όχι μπελάδες», αυτό είναι το μότο της.
Ποιος ήταν αυτός ο τύπος όμως που με κέρασε; Η τεκίλα κατέβηκε σαν βάλσαμο. Πήγαμε σπίτι του και κάναμε έρωτα ή έτσι νομίζω τουλάχιστον. Κάτι μου θύμιζε αλλά ποιος έδινε σημασία; Μετά; Τι έγινε μετά; Πως βρέθηκα εδώ; Κάποια στιγμή θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι του. Περιπλανήθηκα στους δρόμους. Δεν είχα που να πάω. Και βρέθηκα εδώ… που στο καλό είναι αυτό το εδώ;
Περπάτα… περπάτα.
Μην σταματάς, πρέπει να συνεχίσεις. Αν σταματήσεις τώρα καημένη μου, πάει, το έχασες το παιχνίδι. Σε βλέπω να πεθαίνεις στη μέση του πουθενά και δεν θα βρεθεί κανείς να σε θάψει…
Περπάτα… περπάτα!
Περπάτα, περπάτα…
Χριστέ μου, μου φαίνεται πως περπατώ αιώνες! Νιώθω τόσο εξαντλημένη… θα σταματήσω σε αυτό το ξέφωτο, μόνο για λίγο, για μια στιγμούλα… τι κούραση, θα κάτσω να ξεκουραστώ μια στάλα… δεν μπορώ να αναπνεύσω, ζαλίζομαι, τα μάτια μου είναι θολά… δεν πιστεύω αυτό που ζω… δεν αντέχω άλλο. Ας πεθάνω εδώ.
Σκοτάδι.
Περπατώ στο κενό με μια αόρατη απειλή να με κυνηγά. Τρέχω. Δεν μπορώ να κρυφτώ. Ουρλιάζω για βοήθεια, όμως κανείς δεν με ακούει. Στροβιλίζομαι σε μια δίνη ώσπου πέφτω σε ένα γνωστό μου μέρος. Το αγαπημένο μου μπαρ. Μόνο που δεν έχει τους συνηθισμένους θαμώνες αλλά την θέση τους έχουν πάρει όλοι οι γνωστοί μου από την προηγούμενη τακτοποιημένη ζωή μου. Συμμαθητές, γείτονες, συγγενείς, καθηγητές, οι παλιοί μου συνάδελφοι, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, είναι όλοι εδώ. Όλοι με κοιτούν.
«την καημένη…»
Εγώ, πιωμένη, είμαι σε μεγάλα κέφια, αστειεύομαι, γελώ.
«κοιτάξτε με, είμαι μια χαρά!»
Αυτοί με κοιτούν και με λυπούνται
«η καημένη…»
Ώσπου τα βλέμματα τους γίνονται επιτιμητικά… σαρκαστικά, ανελέητα βλέμματα… αρχίζουν να γελούν και να με κοροϊδεύουν. Τα πρόσωπα τους αλλοιώνονται . με δείχνουν και γελούν. Όλα αρχίζουν να γυρίζουν… ουρλιάζω… θέλω να φύγω… θέλω να φύγω!
Ξυπνώ.
Κοιτώ γύρω μου, χαμένη… ακόμη με σέρνει το όνειρο…
Που είμαι; Δεν αναγνωρίζω αυτό το μέρος… Θεέ μου… Πού είμαι;
Τι πονοκέφαλος είναι αυτός… νομίζω πως θα σπάσει το κεφάλι μου…
Κρεβάτι είναι αυτό; Που είμαι; Αυτό δεν θα το αντέξω… όχι πάλι… όχι πάλι… ένας κόμπος με σφίγγει… το στήθος μου νομίζω πως θα σπάσει… θα εκραγεί… δεν είμαι καλά… δεν είμαι καλά… δεν μπορώ να αναπνεύσω! Όχι… όχι… πάει καιρός που έχει να μου συμβεί αυτό! Όχι δεν θέλω! Δεν θέλω! Εγώ δεν κλαίω ποτέ!
Ακούτε; Ποτέ! Ποτέ!
Χριστέ μου δεν αντέχω!
Ούτε που ξέρω πόση ώρα κλαίω… πόση ώρα άραγε; Τα δάκρυα δεν μπορώ να τα σταματήσω… τα δάκρυα… είναι λες και τα μάτια μου έχουν πάθει κάτι πολύ κακό. Μια ανίατη ασθένεια, που τα υποχρεώνει να βγάζουν αυτό το υγρό… καταραμένα δάκρυα…
Γιατί;
«Είναι κανείς εδώ; Ας με βοηθήσει κάποιος!»
Πόρτα είναι αυτή; Πως δεν την είδα τόση ώρα; Α! νομίζω ότι ανοίγει… ποιος είναι αυτός; Μια οπτασία με λευκά ρούχα… ποιος είναι αυτός; Δεν μπορώ να δω το πρόσωπο του… ποιος είναι; Μήπως είναι γυναίκα; Δεν μπορώ να δω καλά. Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη… τόσο εξαντλημένη…τόσο…
Κοιμήθηκα;
Κοιμάμαι; Ναι, κοιμάμαι! Αυτό είναι, πρέπει να ονειρεύομαι!
Ξύπνα! Ξύπνα σου λέω! Αχ, ας ξυπνήσω επιτέλους! Ας ξυπνήσω! Δεν θα αντέξω και άλλο όνειρο… όχι άλλα όνειρα μέσα σε όνειρα… όχι άλλα όνειρα… πρέπει να ξυπνήσω! Επιτέλους, ξύπνα! Άνοιξε τα μάτια σου! Ανόητη, ξύπνα επιτέλους… δεν αντέχω… όχι πάλι… όχι…
Τα κατάφερα; Ναι, θα πρέπει να τα κατάφερα… έτσι νομίζω… είμαι ξύπνια; Είμαι ξύπνια; Ναι! Ποτέ δεν πίστευα πως θα χαιρόμουν που θα έβλεπα αυτήν την ξεραΐλα! Είναι το ξέφωτο! Το ξέφωτο που ξύπνησα το πρωί! Ποιο πρωί; Πότε; Πόσες ώρες πριν; Δεν έχει σημασία… ξύπνησα! Και τώρα;
Δεν αντέχω άλλο περπάτημα... σήκω τεμπέλα! Ήρθε η ώρα να πληρώσεις για όλες σου τις αμαρτίες! Χα!χα!χα! δεν νομίζω πως είναι περπάτημα αυτό…ναι… μάλλον για σούρσιμο μοιάζει. Ε, δεν είναι και πολύ περίεργο, με τόσους πόνους… πονάω ολόκληρη… το κορμί μου, το κεφάλι μου… η ψυχή μου… να είχα τουλάχιστον ένα ποτό, αυτό θα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα… χμμμ…πόσες ώρες άραγε έχω να πιω; Λες να είναι στερητικό αυτό που νιώθω; Το τελευταίο που θέλω τώρα είναι να ανησυχώ και γι’ αυτό… δεν γαμιέται! Έχω πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτώ… πάντως αυτοί οι ειδικοί, αυτοί που μιλούν γι’ αυτό, μάλλον δεν το ‘χουν ζήσει ποτέ. Είναι πολύ χειρότερο από αυτό που περιγράφουν.
«νομίζω πως αν με είχε πατήσει νταλίκα θα αισθανόμουν πολύ καλύτερα… έχω πρηστεί… και αυτοί οι πόνοι… αν δεν τρελαθώ τώρα δε νομίζω να τρελαθώ ποτέ. Ποτέ στην ζωή μου δε νομίζω να έχω πονέσει τόσο πολύ… όχι, ποτέ… καίγονται τα σωθικά μου… θα ξεράσω! Δεν είμαι καλά… δεν θυμάμαι ποτέ να είχα τέτοιο τρέμουλο. Λες να έχω πυρετό; …»
Ποιος είναι αυτός;
«Βοήθεια σε παρακαλώ! Δεν με βλέπεις; Βοήθησε με! Πεθαίνω… σε παρακαλώ, σε ικετεύω, βοήθησε με!»
Που βρέθηκε τόσος κόσμος στην ερημιά;
«βοήθεια σας παρακαλώ, χρειάζομαι έναν γιατρό…»
Το κεφάλι μου… τι βουητό είναι αυτό; Είναι αυτοί που μιλάνε; Γιατί δεν με ακούνε;
Τα αυτιά μου πονάνε. Αυτό το βουητό νομίζω πως όσο πάει και δυναμώνει…
Φοβάμαι…
Θα κλείσω τα αυτιά μου, ναι αυτό θα κάνω, να μην τους ακούω άλλο πια. Αυτό θα κάνω… θα μαζευτώ, θα εξαφανιστώ, ένα κουβάρι θα γίνω, ένας μικρός κόκκος σκόνης, να μην μπορούν να με δουν, να μην μπορούν να με αγγίξουν…
Ναι.
Νύχτωσε; Πάλι αυτός ο στρόβιλος… πέφτω… πέφτω μέσα σε μια απίστευτη δίνη… το χάος από κάτω…κενό… όμως αυτό το βουητό δεν σταματά! Αποκτά ζωή, μου μιλά, το ακούω!
«την καημένη… τι περίμενες… εγώ το ήξερα πως κάπως έτσι θα τελειώσει…»
«καλά να πάθει!»
Όχι! Όχι! Μην γελάτε! Σταματήστε σας λέω! Σταματήστε! Δεν καταλαβαίνετε…
Ένα όνειρο;
Πάλι ένα όνειρο;
Ας πέθαινα τώρα, αυτήν την στιγμούλα… αυτήν την στιγμή…ίσως να ήταν καλύτερα έτσι…
Ασυγχώρητη… ασυγχώρητη…
Φως…
Ούτε που ξέρω πόση ώρα παραληρούσα…
Ξύπνησα πάλι σε αυτό το γνώριμο τοπίο. Η ερώτηση παρέμενε. Πως βρέθηκα εδώ; Έφερα πάλι στο μυαλό μου το τελευταίο βράδυ. Το μπαρ, εκείνον τον τύπο που μου θύμιζε τόσα πολλά. Τόσα πολλά… ποιος ήταν; Από πού τον ήξερα; Θυμόμουν πολύ καλά το πρόσωπο του λες και ήταν κάποιος που τον έβλεπα κάθε μέρα.
Κάθε μέρα…
Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από τον χθεσινό βλάκα, είναι πλέον απόγευμα και πρέπει να συγκεντρωθώ, να δω τι θα κάνω… σε αυτόν τον έρημο τόπο δεν έχω δει ούτε άνθρωπο ούτε ζώο… δεν μπορώ καν να προσανατολιστώ… τι θ’ απογίνω; Δεν το πιστεύω αυτό που μου συμβαίνει… που να πάω; Όλα μου φαίνονται ίδια… ούτε δρόμοι υπάρχουν ούτε μονοπάτια! Πρέπει να πάρω μια απόφαση. Θα πάω ευθεία μπροστά. Δεν θα παρεκκλίνω καθόλου. Ευθεία μπροστά, ναι. Δεν μπορεί κάπου θα με βγάλει.
Το κακό είναι πως όσο προχωρώ το τοπίο χειροτερεύει όλο πέτρες και…
Χα! Τόση ώρα μιλάω στον εαυτό μου! Αν είναι δυνατόν! Μιλάω δυνατά, αφηγούμαι στον εαυτό μου! Είμαι η αφηγήτρια της σημερινής μου παραφροσύνης… χαχαχα!
Τι είναι αυτό; Ελπίζω όχι ένα ακόμη παραλήρημα… Μοιάζει με το βόρειο σέλλας! Μπα, όχι ακριβώς… περισσότερο με ένα διάφανο βόρειο σέλλας παρά με αυτό που έχω δει σε φωτογραφίες. Μα είναι δυνατόν; Στην Ελλάδα; Βέβαια, δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι αλλά δε νομίζω να είμαι και στην Σουηδία… εκεί υπάρχει τώρα αυτό; Να πλησιάσω; Είναι κάπως κοντά στο έδαφος… καλά δεν υποτίθεται ότι βρίσκεται στον ουρανό; Χμμμ… τι γίνεται τώρα; Είναι ακριβώς πάνω στο δρόμο μου. Όχι ρε γαμώτο! Εγώ πάντως θα πάω ευθεία, η απόφαση είναι απόφαση. Στο κάτω-κάτω μάλλον για παραλήρημα πρόκειται, ύστερα από όλα αυτά τα όνειρα δε νομίζω πως θα έπρεπε να περιμένω κάτι καλύτερο. Ναι, σίγουρα παραλήρημα είναι. Θα προχωρήσω κατά πάνω του. Ευθεία μέσα στο παραλήρημα μου! Να το! Φτάνω! Σίγουρα τώρα θα εξαφανιστεί ή θα μεταμορφωθεί σε κανένα αποτρόπαιο τέρας! Χαχαχα! Ναι, αυτό είναι, θα γίνει ένας δράκος που θα ξερνάει φωτιά. Γεια σου δράκε έρχομαι. Φοβού τους απελπισμένους έλληνες που δεν φέρνουν και κανα δωράκι. Χαχαχαχαχα! Ίσως θα έπρεπε να έχω έναν δούρειο ίππο μαζί μου, έστω ένα δούρειο γάιδαρο… Α, θα έπρεπε να είναι και ο Τζιμάκος μου μαζί. Παρέα κατά πάνω στον δράκο κρυμμένοι μέσα σε έναν δούρειο γάιδαρο…
Μπαίνω!
Αυτό το πράμα με ρουφάει! Είναι δίνη! Όχι ρε γαμώτο τι ηλίθια που είμαι, δεν είναι παραλήρημα, είναι δίνη!!!
Φως.
Κενό.
Σκοτάδι.
Πάλι εδώ… επιτέλους βρέθηκα στο αγαπημένο μου μπαράκι, τουλάχιστον να πιω ένα ποτάκι να συνέλθω… Α, να και ο χθεσινός έρωτας μου, χαχαχα! Τι περιπέτεια και αυτή… τουλάχιστον γλύτωσα… μάλλον παραλήρημα ήταν τελικά. Δεν πειράζει, θα πιω το φαρμακάκι μου τώρα και θα ‘ρθω στα ίσια μου.
-Ε, φίλε, κερνάς ένα ουίσκυ; Σε σένα μιλάω καλέ. Κάνεις πως δεν με ξέρεις; Μα τι στο… δεν ακούς; Δεν…
Τι γίνεται εδώ; Λες και ο χρόνος έχει σταθεί… είναι όλοι ακίνητοι σαν αγάλματα! Είναι παγωμένοι! Χριστέ μου, είναι λες και κάποιος τους έβαλε στην κατάψυξη, ακόμη και οι βλεφαρίδες τους είναι παγωμένες! Όχι ρε γαμώτο, όχι και άλλος εφιάλτης! Όχι και άλλος εφιάλτης, δεν το αντέχω αυτό! Όχι πάλι!
Δηλαδή, τώρα αυτό είναι εφιάλτης; Κοιμάμαι κάπου; Δε νομίζω… δε νομίζω, όχι, όχι δεν υπάρχει περίπτωση, όχι, όχι, όχι!
Δεν κοιμάμαι. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Δεν μοιάζει για όνειρο αυτό, είναι πολύ αληθινό για να είναι όνειρο και αυτός ο τύπος που κάθεται εδώ… συγκεντρώσου ηλίθια, συγκεντρώσου! Αν θυμηθείς τι έγινε χθες το βράδυ, θα καταλάβεις και που είσαι. Ανοίγουν αυτά τα μπουκάλια; Ή μήπως έχουν παγώσει και δεν… μια βότκα, για να δοκιμάσω να… Ουφ! Άνοιξε αναθεματισμένο παλιομπούκαλο μη σου πω τίποτα για…
Τι ονειρικός ήχος είναι αυτός; Πλοπ! Αισθάνομαι πως είμαι στον παράδεισο! Ευτυχώς που δεν είμαι ιδιότροπος άνθρωπος, χεχε… και δεν χρειάζομαι ποτήρι… μια χαρά είναι και το μπουκαλάκι… ναι! Δεν θα πιω πολύ όμως γιατί πρέπει να σκεφτώ, πρέπει να θυμηθώ, μόνο λίγο, μια δυο γουλιές άντε τρεις για το καλό… στην υγειά μου!
Σκέψου, σκέψου. Τι έγινε χθες; Θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι αυτού του τύπου το ξημέρωμα, σε μεγάλο χάλι… ναι, δεν ήμουν καθόλου καλά. Νομίζω πως κάτι μου έδωσε αυτός, ε, καλά όχι και με το ζόρι… κόκα ήταν; Σάμπως ξέρω; Μπα, δε νομίζω κάτι μου ‘λεγε… κάτι παλαβά… μωρέ τι μου ‘λεγε; Δεν… τι… κάτι για ταξίδια νομίζω, ναι αλλά που; Ταξίδι για πού; Ήθελε να φύγει; Να φύγουμε μαζί; Τι ήθελε; Γιατί με κοιτούσε έτσι; Τι έλεγε; Θυμήσου ηλίθια! Και ύστερα μου ‘δωσε εκείνο το… γαμώτο, ούτε που θυμάμαι πως ήταν, τι ήταν όμως; Μου είπε κάτι για έναν τύπο, ναι για έναν τύπο που έκανε μια ανακάλυψη κάποτε, την ανακάλυψη για όμορφα ταξίδια… τι εννοούσε; LSD; Χμμμ…
Αυτό είναι! Ο τύπος με έφτιαξε με lsd! Ε, και; Μπορεί αυτό το πράμα να μου έχει προκαλέσει τέτοιο παραλήρημα; Δεν μπορεί ότι ζω σήμερα να έχει προκληθεί από αυτό… άντε να έκανα κανένα «ταξιδάκι» χθες, όμως το σημερινό είναι κάτι διαφορετικό… θα φύγω από δω, έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται και τίποτα, θα πάρω κανα δυο μπουκάλες αλκοόλ μαζί για δύναμη και την έχω κάνει. Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί; Χμμμ… νομίζω πως το πα και πριν αυτό. Η αλήθεια όμως είναι πως έτσι όπως έχω μπλέξει δεν το βλέπω να γλυτώνω από δω. Υποθέτω πως ο θάνατος μου είναι πλέον θέμα ωρών. Αν δεν έχω τρελαθεί δηλαδή και δεν είμαι ήδη κλεισμένη σε κάποιο λαλάδικο… χαχαχα! Η τέλεια εξαθλίωση. Εδώ που τα λέμε πάντως από το τρελοκομείο θα προτιμούσα τον θάνατο. Οπότε… ελπίζω αυτό που ζω να ‘ναι αληθινό. Έχω ελπίδες να πεθάνω πολύ σύντομα έτσι. Ας πιω κάτι ακόμη. Στην υγειά σου κοπέλα μου! Πάντα τέτοια… χαχαχα! Ναι, ναι, πάντα τέτοια…
Έλα λοιπόν, μια απόφαση είναι… άνοιξε την πόρτα του κωλόμπαρου… άντε και όποιον πάρει ο χάρος… νομίζω πως ο σαρκασμός μου δεν έχει πλέον όρια, τι να γίνει; Αυτά έχει η ζωή…
Βγαίνω!
Χριστέ μου! Δεν υπάρχει έξω! Έξω είναι το απόλυτο κενό! Ένα γαλάζιο κενό! Κόντεψα να γκρεμοτσακιστώ γαμώτο! Καλά που κρατήθηκα από την πόρτα… Μα τι γίνεται εδώ; Για να δω… Λιακάδα! Έξω δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μια γαλάζια λιακάδα! Ούτε γη, ούτε δέντρα … τίποτα… Χα! Γίνεται όλο και πιο καλό! Ναι, ναι… θα πρέπει να με συγχαρώ γι’ αυτό το υπέροχο παραλήρημα! Θα βγω όμως… θα βγω… λες να πέσω στο κενό ή να πετάξω; 23 skidoo!
Βγαίνω!
Αδύνατον! Πετάω! Τι συναίσθημα θεέ μου… πετάω! Φρέσκος αέρας! Πόσο καιρό είχα να αναπνεύσω έτσι! Πόσο καιρό… Μυρωδιές από… από… λουλούδια; Είναι αυτό δυνατόν; Στο απόλυτο κενό μου μυρίζουν λουλούδια; Χαααχαχαχα! Τι συναίσθημα! Λες τελικά να πέθανα; Καλά … όχι ότι με νοιάζει και πολύ… πετάω!
Ωχ! Τι γίνεται εκεί… άνθρωπος είναι αυτός; Έρχεται προς το μέρος μου… λες να ‘ναι ο Πήτερ Παν; Χαχαχααα!
-«Γεια σου Πήτερ Παν! Τι νέα;»
-«Μα εσύ είσαι ο χθεσινός… ο χθεσινός τύπος από το μπαρ… τι γυρεύεις εδώ; Τι μου έκανες; Πες μου… πως βρέθηκα εδώ; »
-«Σου αρέσει αυτό που νιώθεις τώρα;»
-«Φυσικά!»
-«Τότε μην ρωτάς καλή μου… απλά συνέχισε να νιώθεις… Πως αισθάνεσαι;»
-«Παραδόξως πολύ καλά… πολύ… πώς να στο πω… πολύ ζωντανή, πολύ υγιής!»
-«Ωραία! Χαίρομαι για σένα καλή μου! Ήσουν χάλια χθες και αποφάσισα να σε βοηθήσω λιγάκι. Οι παλιές καλές πρακτικές… τα γιατροσόφια της γιαγιάς, βοτάνια… ξέρεις… πάντα βοηθάνε τις χαμένες ψυχές… είχα όμως τις αμφιβολίες μου, είχες μαζέψει πολύ αρνητική ενέργεια και δεν ήξερα αν θα έφτανε… αν θα μπορούσα να σε βοηθήσω μόνος μου ή αν θα χρειαζόμουν και βοήθεια από τους υπόλοιπους…»
-«Τους υπόλοιπους;»
-«Ναι… έχουμε μαζευτεί κάμποσοι… αισθάνομαι όμως πως δεν είμαστε αρκετοί… τι αισθάνομαι δηλαδή, το ξέρω, το βλέπω… χρειαζόμαστε και άλλους… οι άνθρωποι πονάνε και δεν προλαβαίνουμε πια… δεν προλαβαίνουμε… είσαι έτοιμη; Έτοιμη για να γυρίσεις;»
-«Δεν είμαι έτοιμη να πάω πουθενά! Μια χαρά είμαι εδώ! Και αφού είμαι μια χαρά σε αυτό το μέρος, εδώ και θα παραμείνω!»
-«Δυστυχώς δεν είναι εφικτό αυτό… εδώ είναι ας το πούμε απλά ένας τόπος ίασης, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω… να συνεχίσεις την ζωή σου… με καλύτερο τρόπο θα ήθελα να πιστεύω αυτήν την φορά… τι λες, πάμε;»
-«Πώς να πάω πίσω; Πώς να συνεχίσω την ζωή μου; Ποια ζωή μου;»
-«Έλα … θα είμαστε εμείς μαζί σου από δω και πέρα, μην φοβάσαι… αν θες σιγά-σιγά όταν σταθείς στα πόδια σου μας βοηθάς κιόλας…»
-«Α ναι; Και ποιοι είσαστε εσείς; Μάγοι; Μύστες; Εξωδιαστατικές οντότητες; Χαααχαχαχα!»
-«Χαχαχα! Έχεις πλάκα τελικά! Τίποτα από όλα αυτά… Άνθρωποι είμαστε καλή μου! Κάποιοι μας λένε ονειροπόλους, άλλοι τρελούς… Εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να βοηθάμε για να κρατηθεί ζωντανή η ψυχή του κόσμου…»

Η πόλη


Το σούρουπο, όταν ο ήλιος αποκτά εκείνη την απόκοσμη λάμψη, ακριβώς την ώρα πριν κρυφτεί πίσω από τα βουνά, η ψυχή μου αναριγά από ανυπομονησία. Βγαίνω από το σπίτι και περιδιαβαίνω τα στενά της πόλης… Αυτής της πόλης που αρχίζει και ησυχάζει σιγά – σιγά, που καταδύεται στη νύχτα…
Μου αρέσει να βλέπω τα φώτα των σπιτιών να ανάβουν ένα – ένα, να μπορέσουν να κρατήσουν τη μέρα λίγο ακόμη. Λίγη από τη λάμψη του ήλιου, παραίσθηση ασφάλειας. Τα φώτα των σπιτιών πάντα ανάβουν νωρίτερα από αυτά της πόλης.
Στην πόλη αρέσει το σκοτάδι. Μπορεί να κρύψει όλα τα άσχημα, όλο το κακό της ημέρας το εξορκίζει με λόγια που μόνο αυτή ξέρει να ψιθυρίζει… Λόγια, μυστικά και ανείπωτα. Μυστηριακά ξόρκια που μόνο οι αλήτες και τα αδέσποτα της γνωρίζουν. Ναι, αυτοί γνωρίζουν γιατί είναι παιδιά της… σάρκα από την σάρκα της, ένα με αυτήν.
Προχωρώ και ακούω την ανάσα της, τους παλμούς της. Περπατώ. Δεν με ενδιαφέρει που πάω. Δεν κοιτώ κάτι συγκεκριμένο. Την αφήνω να μου στείλει αυτή τα σημάδια. Θα με πάει όπου θέλει, θα μου δείξει αυτά που θέλει… Θα μου πει τις ιστορίες που εκείνη θέλει με την σειρά που θα διαλέξει…
Έχει νυχτώσει πια. Μια φωνή ακούγεται, μια μάνα φωνάζει το παιδί της, πιο κάτω κάποια γυναίκα κλείνει τα πατζούρια να μείνει το σκοτάδι έξω… Περπατώ… Περιπλανιέμαι στους δρόμους, τους τόσο γνωστούς και άγνωστους. Αφουγκράζομαι, στέκομαι κάθε λίγο στις σκιές…γίνομαι ένα με αυτές, παρακολουθώ, παρατηρώ…
Μια γάτα ψάχνει στα σκουπίδια το βραδινό της, τρομάζει από τα βήματα μου και όμως δεν τρέχει να κρυφτεί… Κάθεται, με κοιτά, με παρατηρεί, αφουγκράζεται και αυτή για ύποπτους ήχους… Φεύγω, την αφήνω στην ησυχία της, περπατώ αργά, βυθισμένη στις σκέψεις μου, φτιάχνοντας ιστορίες… περιμένοντας να συμβεί το απρόσμενο, προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο… να μην ανησυχήσω τους νυχτοπερπατητές…
Ανηφορίζω σε ένα μικρό δρομάκι που μοιάζει παραμυθένιο, μπουκαμβίλιες στα μπαλκόνια, γιασεμιά και βασιλικοί…μεθυστικό άρωμα άνοιξης με ναρκώνει… κοιτώ προς τον ουρανό, έχει ένα πανέμορφο μαυροκόκκινο χρώμα, τα άστρα έχουν κρυφτεί.
Περπατώ και σιγοτραγουδώ ένα παλιό τραγουδάκι : «φεγγαράκι μου λαμπρό…..»
Διαπιστώνω πως το φεγγαράκι που επικαλούμαι δεν υπάρχει, και πως, αν και η νύχτα έχει μια παράξενη λάμψη, αυτό δεν φαίνεται πουθενά! Αλήθεια, σε πια φάση βρίσκεται; Νομίζω πως κάτι άκουσα σήμερα το πρωί για πανσέληνο… μπααα, δεν θα θυμάμαι καλά.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ…»
Τι γίνεται; Δεν ακούγεται κανένας ήχος… Δεν έχω ξανάρθει σε αυτή την γειτονιά, δεν ήξερα πως υπήρχαν κτίρια πρώιμης βιομηχανικής περιόδου στην πόλη… Μα δεν έχει κατοίκους εδώ; Είναι δυνατόν; Αφού είμαι στο κέντρο… λες να απομακρύνθηκα τόσο πολύ και να μην το κατάλαβα; Ας ανέβω σε αυτή την ανηφορίτσα θα έχω καλύτερη εποπτεία για το που βρίσκομαι… Θα βρέξει; Μα τι χρώμα έχει αυτός ο ουρανός; Τέλος πάντων, ας προχωρήσω λίγο ακόμη, τελικά αυτή η ανηφόρα είναι πιο μεγάλη απ’ ότι αρχικά νόμιζα!
Επιτέλους! Για να δω που είμαι ας στηριχθώ σε αυτό το τοιχάκι… Τι είδους περίφραξη είναι αυτή; Σαν τείχος κάστρου μου μοιάζει… Αν είναι δυνατόν! Μου φαίνεται πως έχω παρανοήσει! Μα τι βρίσκεται εκεί κάτω; Δεν νομίζω να απομακρύνθηκα τόσο πολύ, λες και είμαι σε άλλη πόλη! Που είναι το νοσοκομείο; Για να δω… Θα πρέπει να βρίσκεται ανατολικά… Ακριβώς δίπλα στο μικρό μας άλσος… Για να δω… Μάλλον μπερδεύτηκα, α στο καλό! Ας πάω λίγο πιο πέρα, δεν μπορεί, κάτι θα αναγνωρίσω…
Μήπως να ‘ τρεχα; Δεν μου αρέσει και τόσο αυτή η γειτονιά, ας βγάλω το κινητό μου να το ‘χω πρόχειρο… καλού – κακού… ποτέ δεν ξέρεις. Έχω μπαταρία; Για να δω. Όχι ρε γαμώτ… Δεν έχω σήμα… δεν φαίνεται καν το logo της κινητής;! Μα είναι δυνατόν; Αφού είμαι σε ανοιχτό χώρο, σε ύψωμα, δεν μπορεί να είναι νεκρό… Θα κάνω μια κλήση SOS στην αστυνομία, εξάλλου μάλλον χάθηκα… στο κάτω – κάτω μισή ντροπή δική τους, μισή δική μου. Εντάξει το πολύ – πολύ να με πουν χαζή. Και τι έγινε; Πρώτη φορά θα ‘ναι; Χαχαχαχα! Θυμάμαι τότε που πήρα την πυροσβεστική… χαχαχα… ναι είχε πολύ πλάκα! Φυσικά η κατσάδα που έφαγα γιατί απασχόλησα την υπηρεσία τους για βλακείες όπως μου βροντοφώναξε ο διοικητής δεν μου άρεσε καθόλου, ντράπηκα πάρα πολύ… Όμως τώρα… τώρα είναι διαφορετικά! Έχω χαθεί και είναι βράδυ. Θα τους εξηγήσω. Ναι, τώρα είναι διαφορετικά.
Για να δω… Μα τι;!
Ε, όχι δεν το πιστεύω αυτό! Δεν μπορώ να πάρω ούτε την αστυνομία… το κινητό είναι νεκρό, δεν ακούγεται τίποτα! Είχε νομίζω…α! θα το βάλω να ψάξει για διαθέσιμα δίκτυα! Που ήταν τώρα αυτό; Πως το βρίσκουν; Χμμμ, εδώ νομίζω… ναι. Για να δούμε…
Τίποτα!
Τώρα; Τι να κάνω; Θα πάω πίσω και θα κατέβω το στενό από κει που ήρθα… ναι μωρέ! Τι βλακεία, πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν; Άδικα πανικοβλήθηκα! Για να δούμε, εξάλλου δεν έχω απομακρυνθεί ούτε 100 μέτρα.
Που είναι; Μα δεν… εδώ ήταν. Είμαι σίγουρη! Εδώ ήταν όχι ρε π… μου δεν είναι δυνατόν να χάθηκα! Να το τειχάκι, το τείχος, ότι είναι τέλος πάντων… Εδώ κάθισα, κοίταξα, δεν κατάλαβα που είμαι και προχώρησα… Για μισό… άνθρωπος! Κάποιος έρχεται προς τα εδώ! Ευτυχώς δεν είναι άδεια αυτή η γειτονιά! Θα τον ρωτήσω, άμα μένει εδώ θα ξέρει να μου πει πώς να γυρίσω πίσω. Πλησιάζει… Μα καλά τι φοράει; Δεν είμαστε καλά! Τέλος πάντων, εγώ θα τον ρωτήσω.
«Μισό λεπτό κύριε, να σας κάνω μια ερώτηση. Μήπως ξέρετε πως…»
Όχι. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί! Δεν έχει… Δεν έχει… Δεν…
Τρέξε ηλίθια!
Τρέξε!

Φεύγοντας


Σας παρακαλώ, βοηθήστε με, δεν ξέρω που είμαι, σας παρακαλώ, μη φοβάστε, ακούστε με, σας εκλιπαρώ, ακούστε με…να, θα κάτσω εδώ, λίγο πιο μακριά σας… μην φοβάστε, μόνο ακούστε με, ίσως να μπορείτε να με βοηθήσετε… Εγώ… να… ήθελα να πω, πως το μόνο που θυμάμαι, τα μόνα πράγματα που θυμάμαι για μένα, ξεκινάνε με αυτήν τη λέξη:
Φεύγοντας…
αφήνοντας την αιώνια λιακάδα…
Φεύγοντας…
αφήνοντας τον τόπο της προσμονής… της ελπίδας…
Το μυαλό γυρίζει πίσω σ’ αυτά που ήταν, σ’ αυτά που δεν θα είναι πια.
Μικρή αγωνία, ένας κόμπος στο στομάχι, υπενθύμιση ευτυχίας.
Φοβάμαι; Δεν ξέρω. Είμαι λυπημένη; Και τι είναι αυτό; Έχω ξεχάσει…
Δεν ήθελα να μιλήσω γιατί φοβόμουν… Δεν μίλησα γιατί πονούσα. Τρελή και ανόητη αυτό ήμουν, αυτό είμαι. Ανάξια για όσα συνέβησαν, ανάξια γι’ αυτά που δεν θα άφηνα να συμβούν…
Γιατί; Και ποιος να ξέρει άραγε; Μήπως οι θεοί; Αυτοί έχουν φύγει εδώ και καιρό, δεν τους νοιάζει πια. Μας έχουν αφήσει μόνους να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας. Μικρά ανόητα ανθρωπάρια, μικρά και ανόητα ανθρωπάρια, μικρή και ανόητη Antumiel, ναι, είμαι τραγικά ανόητη.
Είμαι μια εκπεσούσα πλέον, μόνο αυτό θυμάμαι… τίποτα άλλο, μόνο αυτό. Έχω πέσει… από πού; Είμαι εκπεσούσα, από πού; Δεν θυμάμαι, μόνο αναλαμπές έχω, déjà vu μιας παλιότερης ζωής. Ποιος ξέρει πια που. Πότε; Ποιος; Γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα; Δεν ξέρω… το μυαλό μου θολό δεν θυμάμαι πλέον τίποτα… δεν θυμάμαι ποια είμαι, που πάω, για ποιο λόγο ήρθα εδώ… Για ποιο λόγο ήρθα εδώ…
Το μυαλό μου είναι νεκρό, δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Μόνο σκόρπια συναισθήματα θλίψης και απαξίωσης, σκόρπια συναισθήματα μιας άλλης ζωής αλλού…
Η αιώνια λιακάδα… κάπου αλλού, σε κάποια άλλη ζωή σε κάποιον άλλο κόσμο…
Που;
Κοιμάμαι και ξυπνάω αυτοματικά, χωρίς να θυμάμαι τίποτα και χωρίς τίποτα να με αγγίζει… και όμως με κάποιο τρόπο το ξέρω πως φταίω εγώ… για όλα εγώ…
Εγώ το διάλεξα είμαι σίγουρη, το ξέρω, το νιώθω, το βλέπω ακόμα και στα βλέμματα των αγνώστων στο δρόμο, ναι – ναι και στα δικά σας. «Εσύ φταις, μόνο εσύ, κανείς άλλος, εσύ…» Μάτια βλοσυρά και επικριτικά με κοιτούν, σαρκάζουν με τον πόνο μου, με κοροϊδεύουν. Και εγώ, δεν θυμάμαι αλήθεια σας λέω δεν θυμάμαι πια τίποτα. Είμαι σίγουρη πως είναι δική μου απόφαση όλο αυτό που ζω τώρα αλλά δεν θυμάμαι πότε ή πως ή ακόμα – ακόμα κάτω από ποιες συνθήκες το αποφάσισα… Ποια μοίρα, ποια συμφορά να με βρήκε για να πάρω μια τόσο σκληρή απόφαση, τόσο σκληρή, απελπιστικά σκληρή και τραγική απόφαση;
Το κεφάλι μου γυρίζει, δεν μπορώ πια να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου, ακόμη και το να περάσω απέναντι στο δρόμο είναι μια εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία για μένα. Πως έφτασα ως εδώ; Ας μου πει κάποιος, οποιοσδήποτε με ποιο τρόπο, γιατί; Γυρνάω στους δρόμους της πόλης άσκοπα ψάχνοντας και ‘γω δεν ξέρω τι…
Είναι και αυτά τα όνειρα…
Ω, θεοί είναι και αυτά τα όνειρα κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, με βασανίζουν βγαλμένα από την κόλαση. Γιατί… γιατί…. Τι να σημαίνουν αυτά τα όνειρα;
Πάνε κάμποσα χρόνια τώρα που μετακόμισα σε αυτήν την πόλη. Δεν θυμάμαι πια πότε έγινε αυτό, είναι τόσο μακρινό λες και ήρθα εδώ τη μέρα που γεννήθηκα, κι όμως δεν είναι έτσι… Απλά έχω ξεχάσει, όπως και τόσα άλλα πράγματα το έχω ξεχάσει και αυτό….
Το μυαλό μου γυρίζει, γυρίζει, πονάω…
Τα όνειρα… ας κάνει επιτέλους κάποιος κάτι… τα όνειρα… το μυαλό μου γυρίζει…
Θυμήσου Antumiel, θυμήσου… είναι σημαντικό θυμήσου…
…ξεκίνησαν από το πρώτο βράδυ που έφτασα…
Ναι, το πρώτο βράδυ, θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και ήμουν πολύ κουρασμένη από το ταξίδι, εξαντλημένη… Το ταξίδι… δεν θυμάμαι και πολλά από αυτό, μόνο πως υπήρχε θλίψη και πολύ ζέστη… Έπεσα να κοιμηθώ, νομίζω ύστερα από πολλές μέρες –αυτήν την αίσθηση έχω- δεν ξέρω γιατί αλλά έχω την αίσθηση πως δεν είχα κοιμηθεί για πολύ καιρό, αγωνιούσα για κάποιον λόγο… Σακατεμένο μυαλό… άθλιο, δεν θυμάσαι τίποτα πια… Σακατεμένο μυαλό…
Ονειρεύτηκα τη λιακάδα… την αιώνια λιακάδα… δεν ξέρω τι είναι ή τι σημαίνει αυτό, όμως εγώ αυτό ονειρεύτηκα… απέραντα λιβάδια, πράσινα, γεμάτα μικρά πολύχρωμα λουλούδια… ναι, και μια υπέροχη και γαλήνια θάλασσα… γαλανή με υπέροχους γλάρους να πετούν και να κάθονται σε ένα μεγάλο καράβι… ένα υπέροχο ξύλινο καράβι με τρία τεράστια κατάρτια με κάτασπρα πανιά και μια γοργόνα να το οδηγεί… μια γοργόνα ονειρεμένη να είναι δεμένη μαζί του… ως το τέλος… Υπήρχαν όμως λίγοι άνθρωποι εκεί –νομίζω πως ήταν άνθρωποι τουλάχιστον- μα ήταν όλοι θλιμμένοι.
Έφευγαν…
Μαζί και εγώ τυλιγμένη με μια τεράστια κάπα, μια τεράστια καταπράσινη κάπα με δυο αρχικά επάνω κεντημένα με χρυσή κλωστή «Α.Θ». Κοιτώντας γύρω μου βλέπω πως και οι υπόλοιποι φορούν τις ίδιες κάπες με τα ίδια αρχικά… «Α.Θ.»… δεν καταλαβαίνω…δεν καταλαβαίνω… Τι είναι αυτά τα αρχικά; Τι σημαίνουν; Ποιοι είμαστε; Γιατί τόσο λίγοι; Που πάμε; Υπήρχε κόσμος στο λιμάνι κόσμος δακρυσμένος που μας αποχαιρετούσε…και μια θλίψη, μια απέραντη θλίψη…ο εφιάλτης του αποχωρισμού… όχι του προσωρινού, φεύγαμε και από ότι κατάλαβα θα ήταν για πάντα. Ο ουρανός σκοτείνιασε και ήταν λες και θα άρχιζε θύελλα… αυτό που με παραξένεψε ήταν πως υπήρχε η αίσθηση της αναμονής…. Όλοι περίμεναν την καταιγίδα, το ήξεραν πως θα έρθει, έπρεπε να έρθει, ήταν απαραίτητη για το ταξίδι… Τότε τον είδα… ήταν και αυτός στριμωγμένος στην προκυμαία μαζί με τους άλλους να κοιτάζει απελπισμένος κατά το μέρος μου, -«γιατί;» φώναζε… «γιατί φεύγεις, που πας, μην φεύγεις, προλαβαίνεις»… συνέχισε να φωνάζει για αρκετή ώρα όμως τα λόγια του τα έπαιρνε ο αέρας και δεν μπορούσα να διακρίνω τι μου έλεγε… Το καράβι ξεκίνησε και εγώ έμεινα να κοιτώ τα μεγάλα γαλάζια μάτια του, γαλάζια σαν τη θάλασσα που θα διασχίζαμε… Και τότε συμβαίνει… κάθε βράδυ, έρχεται η θύελλα… μια απίστευτη θύελλα… φοβάμαι… γιατί το ‘κανα αυτό; Γιατί δεν τον άκουσα; Και το καράβι φεύγει… όχι όμως στη θάλασσα, φαίνεται να το σηκώνει ο δυνατός αέρας και να χανόμαστε… χανόμαστε…
Ο αποχωρισμός…
Κάθε βράδυ σε κάθε όνειρο ο αποχωρισμός από τον άγνωστο νέο… κάθε βράδυ σε κάθε όνειρο ανείπωτος πόνος να μου ξεσκίζει την καρδιά…χανόμαστε…αγωνία και φόβος πλημμυρίζει την καρδιά μου… «Εσύ το διάλεξες…εσύ φταις…». Τον άφησα για μια ανοησία… ανάξια των περιστάσεων… έπρεπε να πω όχι… σε τι; Ανάξια και άθλια δεν του άξιζε κάτι τέτοιο… Να βοηθήσω… να σώσω… ποιον; Γιατί; Φοβόμουν… φοβάμαι…
Καρδιά… δεν νομίζω πως έχω πια, θα πρέπει να την άφησα στο μέρος εκείνο… μαζί του…
Κάθε βράδυ από τότε, από το πρώτο εκείνο βράδυ, το ίδιο όνειρο με βασανίζει… δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν, απελπίζομαι και στην ιδέα πως μπορεί να έχει συμβεί κάτι τέτοιο…είναι λες και ο πόνος όλος του κόσμου έχει πέσει πάνω μου…όνειρο από την κόλαση βγαλμένο… και ‘γω κάθε πρωί να θέλω να γυρίσω πίσω… που; Θυμήσου, σε παρακαλώ θυμήσου, δεν μπορεί… πρέπει να θυμηθείς…
Στην κάπα μου ήταν γραμμένο με χρυσή κλωστή «Α.Θ.». Ο πόνος όλου του κόσμου με βαραίνει… έρχεται και με πλακώνει κάθε βράδυ, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό… και το μυαλό μου είναι βαρύ… ζαλίζομαι… δεν αντέχω άλλο… η αιώνια λιακάδα… μακριά πια, τόσο μακριά….
Είμαι εδώ όπως και κάθε μέρα τα τελευταία χρόνια… υπάρχουν κι άλλοι, υπάρχουν κι άλλοι, αχ πόσα χρόνια… είμαι εδώ, είμαστε εδώ και πονάμε κάθε μέρα… δεν ξέρω γιατί… γυρνάμε στους δρόμους και βλέπουμε τον κόσμο, τους ανθρώπους και κλαίμε για τα βάσανα τους, για τις επιθυμίες τους, για τις προδοσίες τους… κλαίμε και για μας, για τον χαμένο παράδεισο μας και το ξέρω… ναι το ξέρω… τώρα θυμάμαι… θυμάμαι γιατί είμαι και εγώ εδώ… έχω ένα σκοπό… ένα πολύ σοβαρό σκοπό… ο κόσμος στηρίζεται και σε μένα όπως και στους άλλους… αν δεν είμαστε εμείς ούτε που θέλω να σκέφτομαι το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί… τι θα μπορούσε να έχει συμβεί…
Όλοι εμείς… ανόητοι τρελοί που θέλουμε να σώσουμε τον κόσμο… αιθεροβάμονες εκπεσώντες… ανάξιοι και αυτοεξόριστοι από την πατρίδα… το ξέρουμε πως δεν μπορούμε να τον σώσουμε… γιατί εμείς είμαστε εδώ για να πάρουμε ένα μέρος της θλίψης του… για να μπορέσουν οι άνθρωποι να συνεχίσουν να ζουν… να υπάρχουν… εμείς… εμείς… είμαστε η Αδελφότητα της Θλίψης…

Νύχτωσε και πάλι...


Νύχτωσε και πάλι...Όπως κάθε βράδυ κάθομαι και γράφω, σκοτώνω το χρόνο... Πόσο αργά περνά στ' αλήθεια χωρίς έλεος, νιώθω να μην γλυτώνω..Πόσο αργά περνά η ώρα όταν θες να ξημερώσει.Θα 'ρθουν και πάλι, ναι θα 'ρθουν, για να με βασανίσουν, θα 'ρθουν και πάλι ξύπνια να με κρατήσουν...Μένουν λίγες ώρες για να ξημερώσει, λίγες μόνο ώρες.Από κάπου μακριά ακούγονται σκυλιά να τσακώνονται, τα σκυλιά ξύπνησαν και πάλι. Φωνάζουν για να φύγουν, τσακώνονται αγωνιώντας, θέλουν να τους διώξουν αλλά αυτοί δεν φεύγουν. Είναι πάντα εδώ... Κάθε βράδυ...Συνεχίζω να γράφω σα μανιακή. Δεν μπορώ να σταματήσω, οι σκέψεις με κατακλύζουν. Δεν μπορώ να σταματήσω...Γράφω μια ιστορία για τον κόσμο των ξωτικών. Θέλω να ξεφύγω... Μα αυτοί είναι ακόμη εδώ, παρακολουθούν κάθε μου κίνηση, γελάνε σαρκαστικά, με πειράζουν, δεν με αφήνουν να κοιμηθώ.Ω, αφήστε με επιτέλους!Μένουν λίγες ώρες για να ξημερώσει, αλήθεια σας λέω, λίγες μόνον ώρες...Δοκίμασα όλους τους τρόπους που ήξερα για να τους κάνω να φύγουν, είπα προσευχές, είπα και ξόρκια, στο τέλος έφτιαξα και τάλισμαν κρυφό που μόνο εγώ το ξέρω... Το 'δεσα με μάγια κρυφά που μου τα 'μαθε κάποια τσιγγάνα ένα βράδυ με πανσέληνο... αλήθεια σας λέω!Γιατί δεν φεύγουν;Αποφάσισα να πέσω για ύπνο πια, δεν μπορεί, θα 'χουν φύγει. Είμαι κουρασμένη, το κρεβάτι είναι μαλακό και τα σκεπάσματα ελαφριά τι αγαλλίαση, θα κοιμηθώ...Αχ όχι πάλι άρχισαν, χορεύουν, πηδούν, γελάν δυνατά, με κοροϊδεύουν. Και οι μορφές τους από γλυκές, παιδικές, πως αλλάζουν... Άγριες γίναν, στριγγές οι φωνές τους, πως με τρομάζουν...Ξύπνησα πάλι και κάθομαι εδώ όπως και πρώτα, φοβισμένη, μικρή, θ’ αρχίσω να γράφω, θα 'ναι όπως πρώτα...Μένουν λίγες ώρες για να ξημερώσει, λίγες μόνο ώρες...


04/12/2006