Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Έτσι απλά

Όλα αλλάζουν! Τίποτα δεν παραμένει το ίδιο. Ο κόσμος μοιάζει να έχει τρελαθεί. Όλοι έγιναν εχθροί με όλους. Κυνηγάνε να φάνε τις σάρκες ο ένας του άλλου σε ένα αέναο ανθρωποκυνηγητό.

Είναι πραγματικά απίστευτο το πώς ξεκίνησαν όλα. Πριν λίγες βδομάδες είχε κακοκαιρία. Βροχές, χιόνια και απίστευτο κρύο. Το ηλεκτρικό είχε πέσει σε πολλές περιοχές και η παροχή νερού είχε διακοπεί εξ αιτίας βλαβών στα δίκτυα. Τότε πολύς κόσμος πέθανε και πάρα πολλοί έφτασαν στα όρια τους. Ξαφνικά όλοι οι βολεμένοι μικροαστοί συνειδητοποίησαν πως δεν είναι ασφαλείς ούτε στο ίδιο τους το σπίτι. Πως το παντοδύναμο κράτος είναι ανήμπορο να τους βοηθήσει ή ακόμη χειρότερα πως δεν δίνει δεκάρα για να τους βοηθήσει.

Βέβαια δεν ήταν ούτε η πρώτη φορά που είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Πολλές φορές στο παρελθόν υπήρξαν ανάλογες περιπτώσεις αλλά συνήθως τα θύματα ήταν οι πολύ φτωχοί άνθρωποι. Αυτοί που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Αυτοί που δεν έχουν φωνή. Τώρα όμως η έκταση της καταστροφής ήταν πολύ μεγάλη. Τώρα κάτι είχε αλλάξει. Η αδιαφορία της κυβέρνησης είχε αφήσει έκπληκτο όλον τον κόσμο. Ακόμη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που πρόσκεινται στην κυβέρνηση είχαν στραφεί εναντίον της.

Όταν πέρασε το μεγάλο κακό, το πρώτο σοκ, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους. Διαδηλώσεις γίνονταν σε κάθε μέρος της χώρας και οι καταστροφές ήταν πολλές. Πολιτικοί αναλυτές διέβλεπαν μεγάλη πολιτική κρίση και παραίτηση της κυβέρνησης. Τίποτα όμως δεν έγινε.

Ένα πρωί όλα σταμάτησαν. Οι πορείες, οι διαδηλώσεις, οι καταστροφές κυβερνητικών κτιρίων. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί. Ένα πρωί όλοι πήγαν απλά στις δουλειές τους.

Σηκώθηκαν και πήγαν στις δουλειές τους.

Έτσι απλά.

Αυτό έγινε πριν από κανα δυο βδομάδες. Έλειπα στο εξωτερικό τότε. Επίσκεψη σε μια φίλη μου σαμάνα.

Όταν γύρισα, μετά φόβου θεού, πίστευα πως θα δυσκολευτώ ακόμη και να πάω στο σπίτι μου. Και όμως! Τα πάντα ήταν ήρεμα! Σε σημείο μάλιστα να νομίζω πως τα επεισόδια στην Ελλάδα ήταν ένα αισχρό κατασκεύασμα των ξένων δικτύων ενημέρωσης!

Θεωρώντας όλο αυτό ένα μεγάλο και πολύ κακό αστείο ασχολήθηκα και εγώ με τις δουλειές μου. Στην αρχή δεν είχα προσέξει τίποτα. Μου φαίνονταν βέβαια οι άνθρωποι κάπως παγεροί και το βλέμμα τους ήταν κάπως περίεργο, σαν άλλο να έλεγαν και άλλο να εννοούσαν αλλά νόμισα πως ο πολύς διαλογισμός με είχε κάνει να βλέπω τον κόσμο διαφορετικά. Δυστυχώς δεν ήταν έτσι.

Κάποια στιγμή συνάντησα τον φίλο μου τον Μιχάλη. Μεγάλο συνομωσιοπαρανοϊκό και κάπως φευγάτο τύπο.

- «τους είδες; Όλοι τους έτσι κυκλοφορούν! Με παγωμένο βλέμμα λες και είναι πεθαμένοι.»

- «άσε μας ρε Μιχάλη! Όλο περίεργα πράγματα βλέπεις»

- «αλήθεια σου λέω! Μα καλά δεν βλέπεις;»

- «τι να δω!»

- «δεν βλέπεις πως σε κοιτάνε; Μέχρι και ο κυρ - Λεφτέρης που πήγα να πάρω τσιγάρα μου είπε ένα ξερό «ευχαριστώ» και με κοίταξε με το πιο παγωμένο βλέμμα που έχω δει! Ο κυρ - Λεφτέρης ρε συ! Που με έπρηζε κάθε φορά που πήγαινα στο περίπτερο με τον Παναθηναϊκό!»

- «και επειδή δηλαδή δεν είχε όρεξη ο κυρ – Λεφτέρης για πάρλα πρέπει κάτι να συμβαίνει; Μπορεί να έχει προβλήματα ο άνθρωπος!»

- «πας καλά ρε συ; Πριν κάτι μέρες εδώ πέρα γίνονταν χαμός! Είχε ξεκινήσει επανάσταση! Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο. Ξαφνικά σταματάνε όλα και γυρίζουν όλοι στις δουλειές τους σαν μαθητριούλες και δεν έγινε τίποτα; Και όχι μόνο αυτό αλλά όλοι σε κοιτάνε με ένα ύφος λες και τους έχεις σκοτώσει τη μάνα! Σου μιλάνε παγερά σα λόρδοι και από πίσω αισθάνεσαι μαχαίρια να σε καρφώνουν! Μα καλά τίποτα δεν βλέπεις; Σε φάγανε οι διαλογισμοί μου φαίνεται! Παπάριασε το μυαλό σου στο λευκό φως! Ξύπνα ρε! Κάτι δεν πάει καλά σου λέω! Μάλλον τίποτα δεν πάει καλά. Δεν μας βλέπω να χουμε καλά ξεμπερδέματα…»

Γύρισα σπίτι μου απολύτως μπερδεμένη. Μπορεί ο Μιχάλης να ήταν λίγο τρελούτσικος αλλά ψέματα δεν έλεγε. Τι να είχε συμβεί; Αποφάσισα να τον ξαναεπισκεφθώ την επόμενη μέρα μπας και βγάλουμε κάποια άκρη. Η αλήθεια είναι πως από την στιγμή που μίλησα μαζί του άρχισα να φοβάμαι για το τι μπορεί να έχει συμβεί.

-"Λοιπόν; Πάλι εδώ; Δεν έχεις δουλειά να κάνεις εσύ; Να μαζέψεις καμιά μαργαρίτα ας πούμε;»

- -"Σταμάτα ρε συ να με δουλεύεις। Τα πράγματα είναι σοβαρά। Από χθες που τα είπαμε δεν μπορώ να ησυχάσω. Τι λες να έχει συμβεί;»

- « -"Στο είπα πως κάτι σοβαρό έχει συμβεί। Τι να σου πω, λέγονται πολλά… για mind control και τέτοια.»

- « -"Αν είναι έτσι εμείς γιατί δεν έχουμε επηρεαστεί;»

- « -"Που να ξέρω; Πάντα γίνονται λάθη. Κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο. Ίσως να σε σώσανε τελικά οι διαλογισμοί.»

- « -"Ναι ε; και εσένα τι ακριβώς σε έσωσε;»

- « -"Τι να σου πω.Τόσα χρόνια σας λέω πως εκτός από πανέμορφος είμαι και πανέξυπνος. Τι λες με πιστεύεις τώρα;»

- « -"Οχι ρε δεν σε πιστεύω. Πες τι ξέρεις τώρα χωρίς πολλά - πολλά.»

- « -"Ξέρω ότι και εσύ. Απλά έχω και μερικές θεωρίες. Μία από τις θεωρίες μου αφορά το mind control και το Haarp»

- -"Δηλαδή;»

- « -"Δεν έχει δηλαδή. Δεν την έχω ολοκληρώσει ακόμη Θα το σκεφτώ και θα σου πω!»

-"Ναι καλά. Χέζε ψηλά και αγνάντευε… πες τώρα, πως έφτασες σε αυτό το συμπέρασμα; Παρατήρησες τίποτα περίεργο;»

-"Τίποτα μωρέ. Κάτι αλλόκοτα βαν, μερικές κεραίες κινητής στις κοντινές πολυκατοικίες… Α! και την αδιαφορία του κυρ-Λεφτέρη…»

- -"Μάλιστα… έχεις επικοινωνία με κανέναν από τους δικούς μας ή και αυτοί έχουν γίνει ζόμπι; Δεν είναι κάτι που μπορούμε να κάνουμε; Πως θα γίνει να ξεφύγουμε από όλο αυτό; Μα καλά, τρελοί είναι; Τι θέλουν να εξοντώσουν έναν ολόκληρο λαό; Πολύ λογικό… εντυπωσιάστηκα πάλι.»

- -"Σιγά παιδί μου! Μια – μια τις ερωτήσεις! Τέλος πάντων। Η απάντηση είναι ναι»

-"!!!»

- -"Ε , τι να πω! Ναι σε όλα και ησυχάζω।»

-"Ακόμη και στο πως θα γίνει να ξεφύγουμε από αυτήν την κατάσταση;»

- «Ναι»

- «Παίζεις με το νευρικό μου σύστημα το ξέρεις;»

- «Ναι ε; Δεν βλέπω να σε έχει βοηθήσει και πολύ ο διαλογισμός…»

- «………»

- «Κοίτα, δεν μπορώ να σου πω περισσότερα αλλά πιστεύω πως κάτι θα γίνει και για μας… εσύ δεν είσαι εξάλλου που πιστεύεις πως βοήθεια υπάρχει από ανώτερα όντα;»

- «Ναι φυσικά, θα έρθουν να μας σώσουν οι εξωγήινοι.»

- «Α, γεια σου, τώρα συνεννοηθήκαμε»

- «Φεύγω ρε! Δεν είσαι άνθρωπος εσύ!»

- «Φυσικά, εξωγήινος είμαι. Χαααααααααχαχαχαχαχαχαχα! Α! που είσαι, καλού κακού για κανα δυο μέρες μην βγεις από το σπίτι σου. Όχι τίποτ’ άλλο, μην βρεθείς στον χώρο προσγείωσης των ufo και σοκαριστείς! Χαχαχαχαχα!»

- «Ναι, καλά…»

Έφυγα εκνευρισμένη. Τον άτιμο, δεν είχε σταματήσει να με δουλεύει τόση ώρα!

Επειδή τον ήξερα αρκετά καλά όμως, αποφάσισα να ακολουθήσω την συμβουλή του και να μην βγω από το σπίτι μου. Είχα ένα σωρό δουλειές να κάνω και στην χειρότερη λίγες επιπλέον ασκήσεις διαλογισμού δεν θα μου έκαναν κακό.

Το βράδυ είχα ανήσυχο ύπνο. Άκουγα θορύβους και μου φάνηκε πως άκουσα από κάπου μακριά κάτι σαν έκρηξη. Επειδή ήμουν μισοκοιμισμένη δεν έδωσα σημασία. Τις δυο επόμενες μέρες τις αφιέρωσα στο να καθαρίζω το σπίτι μου και στο να κάνω ασκήσεις αναπνοής. Δεν άνοιξα ούτε τηλεόραση, ούτε υπολογιστή. Τα βράδια όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Οι θόρυβοι συνεχιζόταν και είχα την εντύπωση πως επικρατούσε κάποιου είδους αναστάτωση.

Το επόμενο πρωί αποφάσισα να τηλεφωνήσω στον Μιχάλη μπας και μάθω κανένα νέο για την κατάσταση που επικρατεί. Ποιος ξέρει, ίσως και να είχε ολοκληρώσει την θεωρία του.

- «Βρε καλώς την γκουρούνα! Τι γίνεσαι εσύ;»

- «Τι να γίνομαι; Κλείστηκα στο σπίτι όπως μου είπες»

- «Μπα; Μην μου πεις πως ξαφνικά έγινες υπάκουη;»

- «Αμέ, έγινα. Είχα και κάτι δουλίτσες να τελειώσω…»

- «Έτσι ντε! Είπα και ‘γω… πάει… χαλάσανε οι γκουρού!»

- «Για πες!»

- «Τι να πω παιδί μου πάλι;»

- «Ξέρω ‘γω; Τα κάλαντα ίσως. Πες ρε αν ολοκλήρωσες την συνωμοσιωθεωρία σου»

- «Μπααα… όχι ακόμη. Να σου πω την αλήθεια βαριόμουν να σκεφτώ. Μου είχαν στείλει και μια μπουκάλα κρασί από την Κρήτη άλλο πράμα! Η φίλη μου η Ελένη ρε συ! Την θυμάσαι;»

- «Μάλιστα… κανα νέο έχεις τουλάχιστον να μου πεις;»

- «Όχι μωρέ. Τι νέο να έχω. Όλα όπως τα ήξερες. Σε αφήνω τώρα, έφτασα στο περίπτερο. Ξέμεινα από τσιγάρα πάλι ρε γαμώτο. Και όχι τίποτ’ άλλο, αλλά πάλι θα μου τα πρήξει ο κυρ-Λεφτέρης με τον παναθηναϊκό και βαριέμαι.»

- «………»

Βροχή

Φάνηκε για μια στιγμή μονάχα πως ο ήλιος έλαμπε. Μια μικρούλα στιγμή ήταν πάει και χάθηκε… φύσηξε πάλι ο αέρας και τα σύννεφα μαζεύτηκαν… μέρες τώρα δεν έλεγε να ξαστερώσει. Σκοτεινιά και βροχή. Αυτό ήταν. Οι άνθρωποι κακόκεφοι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους.

Κοιτούσα από το παράθυρο τα σπουργίτια που έψαχναν για τροφή. Δεν ξέρω πόση ώρα καθόμουν εκεί. Ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα. Ο χρόνος είχε πάψει να υπάρχει εδώ και κάμποσες μέρες.

Φίλοι δεν έρχονταν στο σπίτι πια εδώ και καιρό. Δεν ξέρω γιατί. Σκέφτηκα πως θα είναι απασχολημένοι με τις ζωές τους και πως μάλλον δεν υπάρχει χώρος για μένα. Δεν με ενόχλησε αυτή η σκέψη και γι αυτό δεν ασχολήθηκα παραπάνω με το θέμα.

Καθώς κοιτούσα την βροχή που έπεφτε αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Βγήκα στον δρόμο και άρχισα να περπατώ. Χάζευα τα κτίρια, τα αυτοκίνητα, τον βιαστικό κόσμο. Πόσο ξένα μου φαίνονταν όλα αυτά, πόσο παράξενα! Λες και δεν είχα περπατήσει ποτέ στην πόλη, στην ίδια πόλη που είχα γεννηθεί και μεγαλώσει, άρχισα να περιπλανιέμαι. Πόσο γκρίζα ήταν όλα! Πόσο μονότονα! Και όμως. Δεν πάει πολύς καιρός που όλα ήταν εντελώς διαφορετικά. Κόσμος χαρούμενος πηγαινοέρχονταν, τα παρτέρια ήταν καταπράσινα και γεμάτα λουλούδια, τα παιδιά έπαιζαν στις πλατείες και οι παρέες ξενυχτούσαν γλεντώντας.

Δεν χρειάστηκε παρά μόνο μια μέρα για να αλλάξουν τα πάντα…

Πόση ζέστη έκανε εκείνη τη μέρα! Θυμάμαι που πολλοί πήγαιναν στις πλατείες και δροσίζονταν στα σιντριβάνια. Στην κεντρική πλατεία θα γινόταν το βράδυ συναυλία ενός πολύ γνωστού συγκροτήματος και όλα ήταν ανάστατα. Προσπαθούσαν να στήσουν το ηχητικό σύστημα και εγώ όπως και αρκετοί άλλοι είχαμε πάει και χαζεύαμε. Καθόμασταν κάτω από τα δέντρα με την φίλη μου την Μαρία και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων όταν ξαφνικά ένας ρακένδυτος άντρας ανέβηκε στην σκηνή και άρχιζε να ουρλιάζει πως το τέλος έρχεται, πως όλα είναι προδιαγεγραμμένα, πως είμαστε κοιμισμένοι ανόητοι που δεν βλέπουμε τι γίνεται μπροστά στα μάτια μας, πως για το μόνο που ενδιαφερόμαστε είναι οι εαυτούληδες μας και πως αυτό θα το πληρώσουμε πολύ ακριβά. Είμαστε πρόβατα που τα πάνε για σφαγή είπε, μας ταϊζουν με καταναλωτικά προϊόντα, κάνουν συναυλίες και φιέστες και με αυτόν τον τρόπο έχουν εξαγοράσει τις συνειδήσεις και τις ψυχές μας. Μίλησε για λίγη ώρα καθώς οι μισοί τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι και οι υπόλοιποι τον χλεύαζαν. Κάποια στιγμή ήρθε η αστυνομία και τον μάζεψε.

Ύστερα θυμάμαι πως καθώς γύριζα σπίτι παραλίγο να με πατήσει ένα αυτοκίνητο. Χωρίς να δώσω καμία απολύτως σημασία συνέχισα τον δρόμο μου. Την αμέσως επόμενη μέρα άρχισε να βρέχει. Από τότε έχω να δω τον ήλιο… κλείστηκα μέσα περιμένοντας τον να βγει. Από τότε δεν έχω δει άνθρωπο. Και τώρα με την βροχή θα είναι κάπως δύσκολο να βρω κάποιον γνωστό.

Δεν βαριέσαι, λίγος αέρας θα μου κάνει καλό.

Πως έγιναν όλα τόσο μουντά; Περπατούν όλοι τυλιγμένοι στα αδιάβροχα τους και δεν μπορώ να ξεχωρίσω καν τα πρόσωπα τους!

- ο -Που χάθηκες εσύ; Γιατί δεν απαντάς στο τηλέφωνο; Ούτε στον υπολογιστή σου μπήκες; Σου έχω στείλει ένα σωρό mail! Δεν ήσουν σπίτι; Χτυπούσα μια ώρα χθες το κουδούνι!

Ήταν η Μαρία, δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω, είχε γίνει και το δικό της πρόσωπο γκρίζο όπως και όλων των άλλων.

- Γι -Γιατί κυκλοφορείς με τόση ζέστη με το αδιάβροχο σου;

Την κοίταξα στα μάτια απορημένη. Εκείνη την στιγμή πήρε το μάτι μου την αντανάκλαση μας στην τζαμαρία ενός μαγαζιού απέναντι και κατάλαβα. Δεν ήταν ο κόσμος που είχε γίνει γκρίζος…

Ομίχλη

Πάλι με τύλιξε η ομίχλη…

Η φωτιά σιγοσβήνει και μαζί της τα όνειρα…

Θυμάμαι την δροσοσταλίδα που αργοκύλαγε στα φύλλα του γιασεμιού,

Την αγκαλιά του αγγέλου της σιωπής,

Το τελευταίο ηλιοβασίλεμα…

Ένα χαμόγελο ήταν όλη η ιστορία

Μα εμείς δεν το δώσαμε

Φανήκαμε μικροί και ο καιρός μας προσπέρασε.

Χαθήκαμε τώρα,

Τίποτα δεν θυμίζει την άνοιξη…

Πάλι με τύλιξε η ομίχλη

και η ώρα βάρυνε…

Ακόμη κάθομαι εδώ χωρίς να περιμένω τίποτα,

Ακόμη θυμάμαι στιγμές που δεν έζησα,

Τα χαμόγελα που δεν μοίρασα…

Ο ήλιος χλώμιασε όμως η ζέστη πολύ

Ένα σπουργίτι κάθεται στο περβάζι μου

Και τιτιβίζει.

Πολλές οι άχρωμες νύχτες

Και οι μέρες νωθρές

Και εγώ εδώ, δακρύζω κρυφά,

Σε φέρνω στο νου και σου μιλώ

Μα να και σένα η ομίχλη είναι που σε τυλίγει…

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΕΣ


Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει και ο Μηνάς είχε πιάσει ήδη δουλειά.

Κάθε μέρα εκεί … στην σκουπιδιάρα … δεν τον πείραζε πια. Στην αρχή δεν άντεχε. Ταπεινωτικό. Και αυτή η μυρωδιά ανυπόφορη. Όλα αυτά όμως άλλαξαν μια μέρα.

Ήταν τότε που το είχε βρει. Ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει τι τον είχε κάνει να ανοίξει εκείνη την σκουπιδοσακούλα. Όταν το έκανε βρήκε ένα μικρό θησαυρό. Ένα βιβλίο τόσο παλιοκαιρισμένο και εύθραυστο που φοβήθηκε μην σκιστεί όταν το έπιασε στα χέρια του.

«τι το θες αυτό ρε Μηνά; παλιατσούρα είναι … πέτα το!» Του είχε πει ένας από τους συναδέλφους του.

Αυτός το έσφιξε στα χέρια του και δεν το άφησε όλη μέρα.

Το άνοιξε όταν πήγε σπίτι.

Το διάβασε μονορούφι. Ήταν απίστευτο … μια θεότρελη ιστορία για πόλεις μέσα σε πόλεις, για ερημικά στενά που οδηγούν σε μαγικά μέρη. Ήταν τόσο καλογραμμένη όμως που δεν μπόρεσε να σταματήσει το διάβασμα. Το πιο παράξενο ήταν πως είχε και χάρτη με περιοχές από την πόλη του …

Μερόνυχτα ολόκληρα το σκέφτονταν… δεν μπορούσε να κοιμηθεί…

«και αν?»

Ώσπου το πήρε απόφαση. Πήρε το βιβλίο για οδηγό και ένα απόγευμα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα ξεκίνησε.

Η πόλη ήταν όπως την ήξερε. Βαρετή και εκνευριστικά ήσυχη. Έπιασε μια από τις διαδρομές και είπε να την ακολουθήσει. Ο πρώτος σταθμός ήταν στο στενάκι δίπλα από το Δημαρχείο. Είχε περάσεις χιλιάδες φορές από εκεί. Τίποτα δεν υπήρχε. Τα σπίτια όπως και σε αρκετές άλλες παλιές πόλεις ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο χάρτης όμως, έδειχνε πως υπήρχε πέρασμα ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο σπίτι. Μα όχι. Βλακείες… τόσες φορές είχε περάσει από εκεί! Θα το είχε προσέξει!

Παρόλα αυτά αποφάσισε να πάει. Δεν ήταν και μακριά και για πρώτη φορά η ησυχία που επικρατούσε αυτήν την ώρα δεν τον εξόργιζε! Μόλις έφτασε στάθηκε στο σημείο που υποδείκνυε το βιβλίο και περίμενε. Όλα ήταν όπως τα γνώριζε. «Μα τι περίμενες ηλίθιε; Τόσα χρόνια περνάς από δω! Λες ξαφνικά να δεις μικρά πράσινα ανθρωπάκια να βγαίνουν από το σπίτι της κυρα-Μάρως;» είχε ήδη γυρίσει για να φύγει όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε κάποιου είδους κίνηση. Νόμιζε πως ήταν η ιδιοκτήτρια και γύρισε να την χαιρετήσει. Όμως… όμως… δεν μπορεί! Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αρκετές φορές για να διαπιστώσει αν αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια! Και ήταν! Ένα μικρό δρομάκι χώριζε τα δυο σπίτια. Ένα δρομάκι που ίσα – ίσα χώραγε ένας άνθρωπος για να περάσει!

Αποφάσισε να μπει να δει που οδηγούσε. Καθώς προχώρησε κανα δυο βήματα είδε πως στους φράχτες από τα σπίτια υπήρχαν μπουκαμβίλιες! Μύριζαν υπέροχα! Ο δρόμος ήταν από πέτρα φτιαγμένος και επειδή ήταν αρκετά στενός έκανε χώρο μέσα από τα κλαριά για να περάσει. Ήταν μαγεμένος! Όχι τόσο από το θέαμα αλλά επειδή δεν μπορούσε να διανοηθεί πως αυτός ο δρόμος που δεν είχε προσέξει ποτέ μέχρι τώρα οδηγούσε… που; Δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να προχωρά χωρίς να σκέφτεται και πολλά.

Στο τέλος το είδε! Έμοιαζε με ψεύτικο! Δεν θα μπορούσε ούτε στα πιο τρελά όνειρα του να φανταστεί πως υπήρχε τέτοιο μέρος! Κάθισε και κοιτούσε έκθαμβος για αρκετή ώρα. Το μυαλό του είχε σταματήσει. Κοιτούσε μόνο το τοπίο. «εδώ θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένος», σκέφτηκε κάποια στιγμή.

Κάθισε κάτω. Ώρες ατελείωτες, ώσπου άρχισε να κρυώνει. «πέρασε η ώρα…» σκέφτηκε.

Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και συνειδητοποίησε πόσο πολύ κουρασμένος ήταν και πόσο κρύωνε. «θα πάω σπίτι να ξεκουραστώ και θα έρθω αύριο προετοιμασμένος. Τι προετοιμασμένος! Θα πάρω λίγα πράγματα μαζί μου και θα έρθω να μείνω μόνιμα εδώ. Ναι! Αυτό θα κάνω! Θα μείνω εδώ! Τέρμα η σκουπιδιάρα, τέρμα η αβάσταχτη βρώμα, τέρμα η μιζέρια! Αυτός ο τόπος μου ταιριάζει!»

Γύρισε σπίτι του. Κοιμήθηκε και είδε τα πιο όμορφα όνειρα που είχε δει ποτέ άνθρωπος! Ξύπνησε κεφάτος. Δεν πήγε στην δουλειά του. Τηλεφώνησε πως δεν αισθανόταν καλά και πήρε άδεια. Έφαγε ένα καλό πρωινό, ετοίμασε λίγα ρούχα και κάτι πρόχειρο για να φάει, τα έβαλε σε έναν μικρό εκδρομικό σάκο που είχε και περίμενε να έρθει το απόγευμα.

Την ίδια ακριβώς ώρα όπως και την προηγούμενη μέρα ήταν απ’ έξω από το σπίτι και περίμενε. Έκανε πως χαζεύει προκειμένου να δει με την άκρη του ματιού του τις αλλαγές στο τοπίο όπως και την χθεσινή μέρα. Όλα τα ίδια, όλα με τελετουργική ευλάβεια…

Περίμενε…

Σε κάποια ώρα άρχισε να νυχτώνει. Ο Μηνάς άρχισε να ανησυχεί, να γίνεται νευρικός… «μα γιατί; Όλα τα ίδια τα έκανα…» σκεφτόταν τι μπορούσε να έχει γίνει. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από το στενάκι.

Ούτε την επόμενη, την μεθεπόμενη… κάθισε στον τοίχο και περίμενε…

Όποιος τον ρωτούσε απαντούσε πως απλά καθόταν, δεν πείραζε κανέναν… απλά καθόταν…

Οι γείτονες ανησύχησαν, φοβήθηκαν… ήξεραν τον Μηνά, όλη η πόλη τον ήξερε… πως έχασε το μαγαζάκι του, πως μετά από χίλια βάσανα βρήκε την δουλειά στον Δήμο… πως είχε απομακρυνθεί από όλους και από όλα… πως ντρεπόταν…

Κάποια στιγμή, το απόγευμα της πέμπτης μέρας, ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Λιποθύμησε και όταν συνήλθε τον έβαζαν πάνω σε ένα φορείο. Τον πήγαιναν στο νοσοκομείο. Ο Μηνάς εξαντλημένος και απίστευτα απογοητευμένος, αφέθηκε στους ανθρώπους που τον περιμάζεψαν και ξάπλωσε στο φορείο.

Όμως καθώς έγειρε κάποια στιγμή το κεφάλι του στο πλάι, διέκρινε μια αδιαόρατη κίνηση ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο σπίτι. Άρχισε να ουρλιάζει να τον αφήσουν να φύγει. Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να μπορέσει να ξεφύγει από τους τραυματιοφορείς… μάταια όμως. Αυτοί θεώρησαν πως υπέστη κάποιο σοκ και αναγκάστηκαν να τον δέσουν στο φορείο.

Η πόλη στοίχειωσε από τα ουρλιαχτά και τα κλάματα του…

Οι γιατροί είπαν πως χρειαζόταν εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική…

Μετά από καιρό κάποιοι συνάδελφοι του τον επισκέφτηκαν να δουν πως πάει. Όταν τον επισκέφτηκαν στο δωμάτιο του –το προσωπικό τους είπε πως δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από εκεί- τον βρήκαν να ζωγραφίζει.

Όπως τους είπαν, όλη μέρα ζωγράφιζε μπουκαμβίλιες . Είχε γεμίσει το δωμάτιο με τα έργα του.

Δεν μίλησε σε κανέναν.

Όπως τους είπαν, δεν μιλούσε ποτέ σε κανέναν.

Όπως τους είπαν, δεν είχε καμιά ελπίδα για να βγει…