Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011


ΠΑΡΑΜΥΘΙ

- «Να μην σηκώνεστε από την θέση σας εκτός και αν έχετε τέτοια εντολή! Να μην γυρνάτε άσκοπα στο γραφείο!»
- «Σταματήστε να μιλάτε με ζαλίζετε!»
- «Τι λέτε εκεί; Το ξέρω ότι με κουτσομπολεύετε πίσω από την πλάτη μου!»
- «Στείλτε το γράμμα με κούριελ. ΤΩΡΑ!»
Η κακιά μάγισσα Κλοτίλδη Ισίδου είχε πάλι τις κακές της. Αυτό όμως δεν παραξένευε κανέναν από τους υποτακτικούς της. Γυρνούσε στα δωμάτια του «Γραφείου Διεκπεραιώσεως Επικοινωνίας με την Ονειροχώρα», στριγγλίζοντας και ουρλιάζοντας όπως συνήθιζε όταν υποψιαζόταν πως οι υποτακτικοί της τολμούσαν να σκεφτούν μόνοι τους. Α, αυτό δεν το ήθελε καθόλου η κακιά μάγισσα. Η αλήθεια είναι πως ένιωθε τρομερή ανασφάλεια γιατί η ίδια δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Όχι ότι δεν προσπαθούσε. Προσπαθούσε με όλες της τις δυνάμεις. Ώρες ολόκληρες κλείνονταν στα σκοτεινά υπόγεια του Γραφείου κάνοντας επικλήσεις στις άνομες δυνάμεις του κακού, προκειμένου να αποκτήσει έστω και μια δική της σκέψη. Αλίμονο όμως! Ποτέ στα εικοσιοκτώ χρόνια που βρισκόταν στην Ξωτικούπολη δεν είχε καταφέρει να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Η κατάρα της Ούριελ την κυνηγούσε παντού. Και αυτό οι υποτακτικοί της το ήξεραν πολύ καλά. Είχαν ακούσει τις ιστορίες που έλεγαν οι έμποροι στην αγορά. Για το πνεύμα της δικαιοσύνης –την Ούριελ- η οποία ένα βράδυ είχε βρεθεί στο δρόμο της κακιάς μάγισσας, μεταμορφωμένη σε φτωχή γυναίκα, ζητώντας της ελεημοσύνη. Η κυρα-Κλοτίλδη όμως, χωρίς να έχει καταλάβει με ποια μιλούσε, φέρθηκε άκαρδα στην Ούριελ και της ζήτησε για αντάλλαγμα το φυλαχτό που είχε στον λαιμό της. Ήταν λαμπερό και όμορφο και η κακιά μάγισσα θαμπώθηκε όταν το είδε. Και το απέκτησε. Έδωσε μάλιστα και ένα κομμάτι μουχλιασμένο ψωμί στην Ούριελ γελώντας χαιρέκακα. Η κακή της πράξη όμως, δεν έμεινε ατιμώρητη, όπως ήταν φυσικό. Το πνεύμα της δικαιοσύνης, που δοκίμασε με αυτόν τον τρόπο την καρδιά της, φρόντισε γι αυτό.
«Κλοτίλδη Ισίδου», της είπε με βαθιά φωνή, που η κακιά μάγισσα την ένιωσε ως τα μύχια της σκοτεινής ψυχής της, «σε καταδικάζω να μην μπορείς να σκεφτείς μόνη σου τίποτα. Όλοι έχουν τις δικές τους σκέψεις ακόμη τα ζώα, τα πουλιά και τα δέντρα. Εσύ όμως, από δω και πέρα, όχι. Από αυτήν τη στιγμή, για την ασέβεια που έδειξες και για την κακία που έχεις μέσα σου, σε καταδικάζω σε αιώνια έλλειψη σκέψης. Αυτή είναι η τιμωρία σου Κλοτίλδη Ισίδου και από δω και πέρα θα είναι η δυστυχία σου. Φύγε από μπροστά μου ανάξιο πλάσμα και πήγαινε στην άκρη της γης να ζήσεις τη μίζερη ζωή σου στερημένη αιώνια από κάθε χαρά! Στερημένη για πάντα από την δύναμη της σκέψης!» Αυτά είπε η Ούριελ και εξαφανίστηκε.
Δυστυχώς όμως για τους ανθρώπους και τα ξωτικά η κακιά μάγισσα ήξερε πολλά ξόρκια και μαγικά. Έτσι, έκανε επίκληση στον μέγα Γκανού, το αρχαιότερο και ελεεινότερο πνεύμα του κακού για να την σώσει από την συμφορά που την βρήκε. Επειδή όμως τα μάγια της Ούριελ ήταν πάρα πολύ ισχυρά αλλά και επειδή η ίδια πάθαινε διαλείψεις και δεν θυμόταν καλά τα ξόρκια της, η επίκληση δεν στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Αυτό λοιπόν που κατάφερε η Κλοτίλδη Ισίδου ήταν να μην καταλήξει στα πέρατα της γης και την ατελείωτη μοναξιά αλλά στο χωροχρονικό συνεχές της Ξωτικούπολης.
Η Ξωτικούπολη ήταν μια φιλήσυχη πόλη φρούριο, απομεινάρι της παλιάς εποχής. Εκεί, ζούσαν μονιασμένοι άνθρωποι και ξωτικά. Όταν εμφανίστηκε η μάγισσα κατάφερε με δόλιους τρόπους να αποκτήσει ισχυρή θέση. Η αρχόντισσα του μικρού πύργου την έλεγαν. Εκεί λοιπόν τα τελευταία χρόνια είχε καταφέρει να γίνει γενική συντονίστρια του «Γραφείου Διεκπεραιώσεως Επικοινωνίας με την Ονειροχώρα» και βασάνιζε με την τσιριχτή φωνή της, τους υποτακτικούς της όπως συνήθιζε να τους λέει, τα ξωτικά δηλαδή που δούλευαν στο γραφείο, και εκμεταλλεύονταν όποιον δύσμοιρο Ξωτικοπολίτη έριχνε η κακιά του μοίρα στα χέρια της. Όλοι την ήξερα και όλοι την φοβόταν. Βλέπετε, επειδή οι Ξωτικοπολίτες ήταν ήσυχοι όπως σας έχω πει και προκειμένου να έχουν φασαρίες και να αναγκάζονται να ακούν τις στριγγιές φωνές της, σώπαιναν και προσπαθούσαν να την κρατούν ικανοποιημένη.
Η ίδια είχε φροντίσει να δικτυωθεί και με άλλους κακούς μάγους, ανθρώπους και τρολς της περιοχής και όλοι μαζί λυμαίνονταν την Ξωτικούπολη αλλά και τις αποθήκες του Βασιλιά όποτε μπορούσαν να απλώσουν τα βρωμερά τους χέρια εκεί.
Τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα όμως ήταν τα καημένα τα ξωτικά που βρισκόταν στη δούλεψη της και που, κατά συνέπεια, ήταν υποχρεωμένα να την βλέπουν σε καθημερινή βάση.
- «Από τότε που ανέλαβε την διοίκηση του Γραφείου ήταν κακομοίρα», τους έλεγε η ξωτικιά Ζαθού και όλοι την άκουγαν με σφιγμένη καρδιά.
- «Τον τελευταίο καιρό όμως το πράγμα έχει παραγίνει», απαντούσε ο ξωτικός Χάρας, «δεν την αντέχω πια!»
- «Κάτι πρέπει να κάνουμε», συμπλήρωνε η νεοφερμένη Γαλή.
- «Δε νομίζουμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι», απαντούσαν τα υπόλοιπα ξωτικά.
Και δεν είχαν άδικο. Τι μπορούσαν να κάνουν; Πως μπορούσαν να υψώσουν το ανάστημα τους αυτά τα μικρά ξωτικά, που η μόνη ασχολία τους ήταν να προσπαθούν να κάνουν ευτυχισμένο τον κόσμο, μπροστά στην κακιά μάγισσα; Ήταν πολύ μπερδεμένα και στενοχωρημένα με την όλη κατάσταση και συζητούσαν πολύ συχνά, σχολιάζοντας την μάγισσα. Συμπέρασμα όμως δεν μπορούσαν να βγάλουν ούτε να αποφασίσουν για το πώς θα μπορούσαν να την ξεφορτωθούν. Βλέπετε, η θέση της κακιάς μάγισσας στην Ξωτικούπολη ήταν εδραιωμένη. Με κόλπα και τεχνάσματα και με την βοήθεια του κακού πνεύματος και πιστού της φίλου Γκανού, είχε ξεγελάσει τον βασιλιά και της είχε εμπιστευθεί το Γραφείο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι ακριβώς έκανε εκεί η Κλοτίλδη Ισίδου.
Κάποια μέρα που η κατάσταση ήταν ήρεμη γιατί η μάγισσα είχε πάει ένα «ταξίδι εργασίας» όπως το ονόμαζε για να εισπράξει φόρους από τα περίχωρα της Ξωτικούπολης, τα ξωτικά αποφάσισαν να μαζευτούν όλα μαζί αφού τελειώσουν τη δουλειά τους, στο «χαριτωμένο καπηλειό». Αυτό ήταν ένα πολύ ήσυχο μέρος που μπορούσαν να φάνε νοστιμότατους μεζέδες από τον διάσημο ξωτικομάγειρα Γκάρυ Σαλτσόκ και να μιλήσουν χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς, για το πώς θα μπορούσαν επιτέλους να ξεφορτωθούν την ακατονόμαστη μέγαιρα…
Όπως σας είπα, εκείνη τη μέρα η κυρα-Κλοτίλδη έλειπε, οπότε όλα κύλησαν ομαλά, ο κόσμος της Ξωτκούπολης έφευγε χαμογελαστός από το «Γραφείο Διεκπεραιώσεως Επικοινωνίας με την Ονειροχώρα» και τα ξωτικά μπόρεσαν επιτέλους να τελειώσουν πολλές από τις εκκρεμότητες που είχαν, αφού η κακιά μάγισσα με τις φωνές της δεν άφηνε κανέναν να εργαστεί όπως έπρεπε.
Το μεσημέρι ήρθε γρήγορα και όλοι πήγαν με χαρά στο «χαριτωμένο καπηλειό». Η ώρα είχε πάει ήδη τρεις και πεινούσαν πάρα πολύ. Παράγγειλαν ορεκτικά και γλυκό κρασί και κυρίως πιάτο και φρούτα και γλυκά και καφέ μυρωδάτο. Ααα… τα ξωτικά ήταν καλοφαγάδες και τους άρεσε όταν μαζεύονταν όλοι μαζί να περνάνε όμορφα. Γι αυτό δεν διέκοψαν καθόλου το γεύμα τους με κακές σκέψεις και έντονες συζητήσεις (αυτό εξάλλου δεν βοηθά την χώνεψη). Έφαγαν και ήπιαν και γέλασαν κατά πως ήταν παράδοση για όλα τα ξωτικά να κάνουν και χωρίς να παραλείψουν κανένα από τα τυπικά ενός σωστού γεύματος. Και όλο αυτό τους πήρε τρεις ώρες!!! Ήταν λοιπόν έξι το απόγευμα όταν παράγγειλαν στον Γκάρυ Σαλτσόκ τον καφέ τους. Και τι υπέροχος καφές! Αρωματικός, με ένα ειδικό μείγμα, μυστική συνταγή του ξωτικομάγειρα και με ελάχιστο brandy, τόσο όσο χρειάζεται σε ένα ξωτικό για να χαλαρώσει και να του λυθεί η γλώσσα…
Πρώτη διέκοψε το ευχάριστο κλίμα η Γαλή, η όμορφη ξωτικιά, που ανυπομονούσε να ξεκινήσουν την συζήτηση για την εξόντωση της Κλοτίλδης. Βλέπετε, η Γαλή ήταν από τις βόρειες περιοχές της Ξωτικούπολης και η φυλή στην οποία ανήκε ήταν ανυπόμονοι από χαρακτήρα και επιθετικοί, ένας, πιστέψτε με, πολύ κακός συνδυασμός για την συγκεκριμένη περίπτωση που είχαν τώρα να αντιμετωπίσουν.
- «Παρακαλώ»- είπε-«ησυχία! Θα πρέπει να ξεκινήσουμε την συζήτηση μας. Μην ξεχνάτε τον λόγο για τον οποίο μαζευτήκαμε όλοι εδώ. Τελειώσαμε το φαγητό μας και νομίζω πως η ώρα του καφέ προσφέρεται για το θέμα μας.»
- «Άσε μας να χωνέψουμε παιδάκι μου!» απάντησε η Ζαθού, η άλλη ξωτικιά. Η Ζαθού ήταν η μεγαλύτερη της παρέας. Ο χρόνος όμως που είχε περάσει, της είχε φερθεί πολύ ευγενικά. Η ομορφιά της είχε ωριμάσει με τα χρόνια και ανέδυε μια γλυκύτητα σε κάθε της κουβέντα. Ο χρόνος, πάντα, όπως ήδη θα ξέρετε άλλωστε, φέρεται πολύ καλά σε όλα τα ξωτικά φίλοι μου, έτσι ακόμη και οι πολύ γηραιότεροι από την Ζαθού έχουν την δροσιά της νιότης αλλά και την σοφία και την γνώση που έχουν αποκτήσει από το πέρασμα του. Η Ζαθού λοιπόν δεν βιαζόταν καθόλου να ξεκινήσουν την κουβέντα τους γιατί ήξερε πως το συγκεκριμένο θέμα ήταν πολύ ιδιαίτερο και δύσκολο για την παρέα τους και θα τους πίκραινε πολύ.
- «Ναι, θα πρέπει να ξεκινήσουμε, πρέπει να γυρίσω σπίτι σε λίγη ώρα», είπε ο Χάρας απογοητευμένος. Βλέπετε, του άρεσαν πάρα πολύ τα γλέντια και στενοχωριόταν όποτε έπρεπε να γυρίζει σπίτι στην γυναίκα του, Κατάν, που – μεταξύ μας – ήταν λίγο γκρινιάρα.
- «Λοιπόν τι προτάσεις υπάρχουν; Προτείνω να πει ο καθένας τι σκέφτεται και να συζητήσουμε πάνω σε αυτό», συνέχισε ο Λικόν. Αυτός ήταν ο τέταρτος της παρέας των συνωμοτών. Ξωτικός από παλιά γενιά και φιλήσυχος, όμως πολύ δυσαρεστημένος με την συμπεριφορά της Κλοτίλδης. Βλέπετε ο Λικόν επιζητούσε την ηρεμία στην ζωή του και αντιπαθούσε φοβερά όποιον του την χαλούσε.
Τα ξωτικά μας λοιπόν άρχισαν να σκέφτονται τρόπους εξόντωσης και έτσι επικράτησε για λίγο ησυχία στο καπηλειό. Πράγμα που ευχαρίστησε πολύ τον κ. Σαλτσόκ γιατί τόση ώρα τον είχαν ζαλίσει με τα γέλια και τις φωνές τους. Ύστερα από πέντε ολόκληρα λεπτά σκέψης, ένα μεγάλο διάστημα σε ξωτικολεπτά, πρώτος άρχισε να μιλά ο Χάρας.
- «Ακούστε, η αλήθεια είναι πως δεν πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι εμείς γι αυτό. Είμαστε αδύναμοι, γιατί μην ξεχνάτε πως η Κλοτίλδη έχει την αμέριστη συμπαράσταση του Βασιλιά και επίσης ποτέ κανείς δεν διαμαρτύρεται για ότι και να κάνει αυτή η μέγαιρα.»
- «Δεν έχεις δίκιο», τον διέκοψε η Γαλή, «κάτι θα μπορούμε να κάνουμε. Να πληρώσουμε τελώνια από τα νοτιοδυτικά, να την πλακώσουν στο ξύλο και να την πετάξουν στην κοιλάδα της σιωπής.»
- «Μην λες ανοησίες», παρενέβη η Ζαθού, «αν και η ιδέα σου είναι αρκετά καλή, δε νομίζω ότι η βία είναι η απάντηση στο πρόβλημα μας. Κάτι άλλο θα πρέπει να σκεφτούμε»
- «Το θέμα είναι να μπορέσουμε να την ξαποστείλουμε χωρίς να διακινδυνεύσουμε εμείς», είπε ο Λικόν.
- «Αν κάνουμε αναφορά στον Βασιλιά;», ρώτησε η Γαλή.
- «Ο Βασιλιάς της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη Γαλή, τα είπαμε αυτά. Αλλού θα πρέπει να ψάξουμε την λύση που ζητάμε», αντιπαρέθεσε η Ζαθού.
- «Που;» ρώτησαν όλοι με την κρυφή ελπίδα πως η Ζαθού είχε μια κάποια λύση. Την όποια λυση…
- «Νομίζω πως θα πρέπει να την παλέψουμε με τα δικά της μέσα.»
- «Να αρχίσουμε να φωνάζουμε και εμείς;», ρώτησε η Γαλή με κρυφή προσδοκία.
- «Όχι παιδάκι μου», της είπε η Ζαθού, «να επικαλεστούμε την Ούριελ για να την ξαποστείλει μακριά από μας και να τιμωρήσει και εκείνον τον άθλιο, τον Γκανού.»
- «Μα μπορεί η Ούριελ να το κάνει αυτό;», ρώτησε ο Χάρας, που εκείνη τη στιγμή έτρωγε το δεύτερο κομμάτι γλυκό.
- «Άμα το έκανε μια φορά, ίσως το κάνει και δεύτερη», είπε ο Λικόν σκεπτικός.
- «Πολύ ωραία, θα φωνάξουμε την Ούριελ. Βρείτε τα μαγικά λόγια στην βιβλιοθήκη του επισκόπου της συμφοράς, εκείνου του πως τον λένε…Τζιτρόνε και τα ξαναλέμε. Γειά σας! Εμένα με περιμένει η γυναίκα μου και άργησα», είπε ο Χάρας μπουκωμένος ακόμη από το γλυκό και αφού έβαλε γρήγορα το παλτό του, βρόντηξε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τους υπόλοιπους, κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό.
- «Η κατάσταση του δεν διορθώνεται με τίποτα! Φύγε παλιοΧάρας και άσε εμάς να βγάλουμε το φίδι από την τρύπα! Να ταλαιπωρούμαστε μόνοι μας! Μα τα χίλια τρολ, δεν έχω ξαναδεί άλλο τέτοιο ξωτικό!», φώναξε θυμωμένη η Γαλή, ενώ η Ζαθού με τον Λικόν προσπαθούσαν να κρατήσουν τα γέλια τους. Βλέπετε η ξωτικιά μας φίλη έκανε τις πιο περίεργες γκριμάτσες όταν θύμωνε και συννεφάκια καπνού έβγαιναν από τα αυτιά της.
- «Γαλή, ησυχία!», κατάφερε να ψελλίσει πνιγμένη στα γέλια η Ζαθού, «ο Χάρας έχει δίκιο. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να ψάξουμε να βρούμε το ξόρκι. Και επειδή εγώ έχω πολύ δουλειά αλλά και μια οικογένεια που με περιμένει ανυπόμονα στο σπίτι, προτείνω εσύ και ο Λικόν να πάτε στον Τζιτρόνε και βρίσκοντας μια πρόφαση, να χωθείτε στα υπόγεια της βιβλιοθήκης, εκεί που πιθανόν να είναι κρυμμένα τα βιβλία που μας ενδιαφέρουν. Προσέξτε όμως! Ο Τζιτρόνε μπορεί να είναι πολυλογάς και γκαφατζής αλλά δεν είναι βλάκας. Πρέπει να δράσετε με απόλυτη μυστικότητα και διακριτικότητα.
- «Μην ανησυχείς, θα πούμε πως ψάχνουμε ιστορικά βιβλία της πόλης και αρχεία γιατί μας χρειάζονται για να βελτιώσουμε τις υπηρεσίες μας. Θα το πιστέψει. Είναι υπέρμαχος της σωστής και καλής εξυπηρέτησης των πολιτών», είπε ο Λικόν.
- «Ωραία. Αύριο μετά την δουλειά θα πάμε στην βιβλιοθήκη. Εντάξει;» είπε η Γαλή.
- «Εντάξει.» συμφώνησαν οι άλλοι και αφού πλήρωσαν τον κατάκοπο κύριο Σαλτσόκ, έφυγαν.
Μη νομίζετε όμως πως επειδή είχαν βρει αυτήν τη λύση τα ξωτικά μας είχαν ηρεμήσει. Το βράδυ κύλησε πολύ αργά για όλους τους. Σκέφτονταν που θα μπορούσε να τους οδηγήσει ένα τέτοιο τόλμημα και αν θα είχε το αποτέλεσμα που εύχονταν και περίμεναν. Και δεν σκέφτονταν μόνο αυτό. Το επόμενο πρωί η Κλοτίλδη Ισίδου θα ήταν και πάλι στο γραφείο να τους περιμένει με τα ουρλιαχτά της… εφιάλτες βάρυναν τον ύπνο και των τεσσάρων ξωτικών και η αυγή άργησε πολύ να έρθει. Και όταν ήρθε ήταν συννεφιασμένη και ψιλόβρεχε.
Στο γραφείο κυριαρχούσε η συνηθισμένη και απόλυτα γνώριμη κατάσταση με την κακιά μάγισσα να καραδοκεί πάνω από τα κεφάλια των υποτακτικών της, ενώ η μικρή Λίλα Ξερόλα κατασκόπευε την κάθε κίνηση τους και της ανέφερε τα πάντα. Θα πρέπει να σας πω όμως και λίγα λόγια για την μικρή Λίλα. Γόνος βδελυρός ξωτικών της πεδιάδας της συμφοράς, με τρολ. Λέγανε πολλά άσχημα για το πώς έγινε αυτό το αντάμωμα αφού τα τρολ είχαν απαγάγει μια προγιαγιά της, ξωτικιά, από την οποία γεννήθηκε ο πρώτος απόγονος, ο Λένι Ξερόλας. Οι ίδιοι βέβαια ισχυρίζονται πως ποτέ στην οικογένεια τους δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο και πως είναι καθαρόαιμα ξωτικά, όμως κανείς δεν τους πιστεύει. Η ομοιότητα τους με τα τρολ είναι εξάλλου κάτι παραπάνω από εμφανής. Σκοτεινά μάτια και σκυφτό περπάτημα είναι το κύριο χαρακτηριστικό και της Λίλα. Καμιά ξωτικολάμψη στα μάτια, κανένας αέρας στο περπάτημα. Άλλοι λένε βέβαια πως ποτέ οι Ξερόλες δεν είχαν ξωτικοαίμα και πως τα μάγια του αλχημιστή Φαρούκ έκαναν μερικά τρολ να μοιάζουν με ξωτικά για να δημιουργούν προβλήματα αλλά και για να κατασκοπεύουν τους ξωτικοπολίτες. Ότι από τα δύο όμως και αν είναι αλήθεια, εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε αφού όλα αυτά έχουν γίνει γενιές πριν.
Τα ξωτικά μας λοιπόν στο γραφείο συμπεριφέρονταν σα να μην είχε γίνει τίποτα την προηγούμενη μέρα. Μόνο η Γαλή με τον Λικόν αντάλλαξαν κρυφά δυο λόγια για το που θα συναντιόταν μετά την δουλειά.
Σας έχει τύχει ποτέ να περνάτε μια πραγματικά άσχημη μέρα; Αν ναι, θα έχετε καταλάβει πως οι άσχημες μέρες διαρκούν περισσότερο από τις καλές. Λες και συντελείτε κάποια κοσμική συνωμοσία και κάνει τις ώρες να κυλούν πιο αργά. Το καλό βέβαια είναι πως όσο αργά και αν κυλήσουν, οι κακές μέρες όπως και οι καλές, κάποτε τελειώνουν. Έτσι και στην ιστορία μας. Η μέρα δεν τελείωνε με τίποτα. Τα ουρλιαχτά και οι φωνές της κακιάς μάγισσας δεν έπαψαν να ακούγονται παρά μόνο αφού μεσημέριασε. Ο Λικόν και η Γαλή έφυγαν δήθεν αδιάφορα από το «Γραφείο Διεκπεραιώσεως Επικοινωνίας με την Ονειροχώρα» όμως σε λίγα λεπτά είχαν συναντηθεί σ’ ένα στενό δρομάκι της Ξωτικούπολης και κατευθύνθηκαν στην βιβλιοθήκη για να βρουν το βιβλίο με τα ξόρκια.
Όταν έφτασαν ο Τζιτρόνε ήταν πολύ απασχολημένος – κάτι έγραφε χωμένος μέσα σε ένα σωρό βιβλία και χαρτιά – έτσι τους άφησε να μπουν στο υπόγειο χωρίς να τους κάνει καμιά ενοχλητική ερώτηση. Κάτι πήγε να ψελλίσει ο Λικόν για τα αρχεία της πόλης αλλά ο επίσκοπος της συμφοράς όπως τον έλεγε ο Χάρας (το γιατί θα σας το πω μιαν άλλη φορά αφού στην πραγματικότητα ο Τζιτρόνε ήταν βιβλιοθηκάριος στην βιβλιοθήκη της Ξωτικούπολης και καμία σχέση δεν είχε με επισκόπους), τους είπε να πάνε και να ψάξουν ότι θέλουν μόνοι τους και να μην τον ενοχλήσουν καθόλου γιατί ήταν ιδιαιτέρως απασχολημένος. Οι δυο φίλοι δεν πίστευαν στην τύχη τους. Μόνοι στην βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία στην διάθεση τους! Ούτε στα πιο τρελά όνειρα τους δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα ήταν τόσο τυχεροί! Βέβαια μόνο όταν κατέβηκαν στο υπόγειο κατάλαβαν γιατί ο Τζιτρόνε δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να τους συνοδεύσει. Πρώτη φορά έβλεπαν τόσα πολλά βιβλία μαζεμένα και τόσο ανακατεμένα!
- «Μάλιστα…» είπε απογοητευμένος ο Λικόν.
- «Στρώσου και ψάχνε. Εγώ από δω και συ από κει!» απάντησε η Γαλή.
Και ξεκίνησαν…
Είχαν περάσει ήδη τρεις ώρες άκαρπων προσπαθειών και πολύς κούρασης όταν ο Λικόν είπε:
- «Έτσι δεν γίνεται τίποτα. Μπορούμε να ψάχνουμε χρόνια εδώ μέσα και να μην βρίσκουμε τίποτα.»
- «Δίκιο έχεις – είπε η Γαλή – κάποιος άλλος τρόπος θα πρέπει να υπάρχει. Ουφ! Το κεφάλι μου βουίζει. Που στο καλό θα μπορούσε να είναι αυτό το βιβλίο με τα ξόρκια; Μόνο κάτι βιβλία μαγειρικής έχω βρει ως τώρα, παραμύθια και μερικά μυθιστορήματα.»
- «Και γω τα ίδια», είπε ο Λικόν και εκνευρισμένος χτύπησε το χέρι του σε έναν σωρό στοιβαγμένα βιβλία που έπεσαν κάτω με θόρυβο.
- «Δες!», φώναξε με ενθουσιασμό η Γαλή. «Το βιβλίο αυτό φωσφορίζει! Αυτό θα ‘ναι! Αυτό θα ‘ναι!»
- «Θα σταματήσεις επιτέλους;», νευρίασε ο Λικόν, «θα μας καταλάβουν όλοι. Σταμάτα να χοροπηδάς καλέ!»
- «Καλά … καλά!» είπε η Γαλή, μην μπορώντας όμως να σταματήσει τα χοροπηδητά.
Κατενθουσιασμένα και τα δυο ξωτικά άδειασαν ένα τραπέζι και αφού άνοιξαν το βιβλίο άρχισαν να το διαβάζουν. Ύστερα από λίγη ώρα χτύπησε το ρολόι της βιβλιοθήκης. Ήταν επτά και ο Τζιτρόνε ήταν πολύ αυστηρός με το ωράριο. Έπρεπε να φύγουν, όμως χρειάζονταν το βιβλίο για να το μελετήσουν. Βιαστικά έβαλαν μερικά βιβλία με τα αρχεία της πόλης στο τραπέζι όπου δούλευαν τόση ώρα, ενώ η Γαλή έκρυψε το βιβλίο με τα ξόρκια στο παλτό της. Έφυγαν συζητώντας δήθεν αδιάφορα για τα αρχεία που βρήκαν, καληνύχτισαν τον Τζιτρόνε και σταμάτησαν να τρέχουν μόνο αφού είχαν απομακρυνθεί πολύ από το κέντρο της πόλης. Λαχανιασμένοι καθώς ήταν, αποφάσισαν πως το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να πάνε στο σπίτι της Ζαθού προκειμένου να αποφασιστεί τι έπρεπε να γίνει στη συνέχεια.
Πέντε λεπτά αργότερα χτυπούσαν την εξώπορτα της. Μπήκαν μέσα και αφού η ξωτικιά τους έφτιαξε καφέ και τους σέρβιρε ένα νοστιμότατο γλυκό, παλιά συνταγή της γιαγιάς της, κάθισαν να διαβάσουν το βιβλίο αλλά και να σκεφτούν τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια. Και μη νομίζετε πως ήταν εύκολη η απόφαση που έπρεπε να πάρουν τα ξωτικά μας, γιατί όπως σας είπα ανήκαν σε μια φιλήσυχη φυλή - και αυτό ίσχυε ακόμη και για την Γαλή - και δεν ήθελαν μπελάδες. Ανησυχούσαν πολύ μήπως προκαλέσουν περισσότερα προβλήματα από αυτά που ήθελαν να λύσουν και μήπως με αυτόν τον τρόπο αναστατώσουν με ένα πιθανό κακό αποτέλεσμα όλη την πόλη! Τελικά - και ύστερα από πραγματικά πολύ σκέψη - αποφάσισαν να αποτολμήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν πως ήταν πάνω και πέρα από τα όρια τους…
Αφού διάβασαν για πολύ ώρα τις σελίδες που αφορούσαν το ξόρκι που τους ενδιέφερε και αφού ο καθένας ξεχωριστά διάβασε και απομνημόνευσε τα λόγια (και αυτό γιατί αυτά τα λόγια ήταν τόσο φοβερά και τόσο μυστικά, που δεν έπρεπε να ειπωθούν δυνατά παρά μόνο κατά την διάρκεια της τελετής), ξεκίνησαν να φύγουν για το παλιό κάστρο της πόλης, όπου τα μεσάνυχτα και μόνο τότε μπορούσαν να επικαλεστούν την Ούριελ και να της ζητήσουν την εκ νέου τιμωρία της Κλοτίλδης Ισίδου. Ευτυχώς ο Γιον, ο σύζυγος της Ζαθού, καθώς επίσης και τα παιδιά της, έλειπαν από την πόλη οπότε δεν θα τους ανησυχούσε με τη νυχτερινή απουσία της. Αν και η Ζαθού τον είχε ενημερώσει σχετικά, γιατί στην γειτονιά της υπήρχαν πολλά κουτσομπόλικα ξωτικά που έχωναν τη μύτη τους στις υποθέσεις των άλλων και πολλές φορές είχαν προκαλέσει προβλήματα στους άτυχους συμπολίτες τους, που τύχαινε να πέσουν στο βρωμερό τους στόμα.
Έπρεπε όμως να πάρουν μαζί τους και τον Χάρας. Το ξόρκι βλέπετε, έπρεπε να το πουν τέσσερα ξωτικά που να μην έχουν συγγένεια μεταξύ τους και να έχουν διαφορετικές ηλικίες για να έχει αποτέλεσμα. Έκαναν λοιπόν, μια παράκαμψη για το σπίτι του και έχοντας τον φόβο της Κατάν, που μπορεί να είχε αντιρρήσεις για το εγχείρημα των φίλων μας. Τα άλογα τους πήγαιναν γρήγορα στον δρόμο γιατί γνώριζαν πως τέτοιες ώρες κυκλοφορούν πολλά στοιχειακά και δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να έχουν κακά συναπαντήματα. Έτσι, έφτασαν πολύ γρήγορα στο σπίτι του Χάρας όπου εκεί διαπίστωσαν πως η Κατάν ήταν ενήμερη και απολύτως σύμφωνη με όσα σχεδίαζαν να κάνουν. Έφυγαν λοιπόν με τις ευχές της και μάλιστα πολύ γρήγορα για να προλάβουν να είναι πριν τις δώδεκα στο παλιό κάστρο, ενώ ο Χάρας σε όλο τον δρόμο μάθαινε το ξόρκι και δεν ήταν λίγες οι φορές που την τελευταία στιγμή γλύτωσε το πέσιμο από το άλογο του.
Όταν έφτασαν, πήγαν στον ψηλότερο πύργο και χάραξαν ένα κύκλο στο χώμα, άναψαν είκοσι λευκά κεριά – ένα για τον καθένα – τα έβαλαν γύρω-γύρω κατά μήκος της γραμμής που είχαν φτιάξει και μπήκαν στον κύκλο, σχηματίζοντας έναν νοητό σταυρό. Εκεί όλοι μαζί και μόλις το ρολόι της πόλης άρχισε να χτυπά στις δώδεκα, άρχισαν να λένε το φοβερό ξόρκι, που τα λόγια του – σας θυμίζω - δεν μπορούν να ειπωθούν καμιά άλλη στιγμή, πολλές φορές ξανά και ξανά μέχρι που κεραυνοί άρχισαν να χτυπούν τον πύργο, ο ένας μετά τον άλλο. Άνεμος πολύς σηκώθηκε και οι φίλοι μας νόμιζαν πως δεν θα καταφέρουν να σταθούν όρθιοι για πολύ ώρα ακόμη, όταν η φασματική παρουσία της Ούριελ φάνηκε στις πολεμίστρες. Ντυμένη με λευκό μεταξένιο φόρεμα και μια λάμψη να την περιβάλει, να τους ρωτά γιατί την κάλεσαν.
Τα ξωτικά μας τρέμοντας από τον φόβο και το δέος, βλέπετε δεν πίστευαν ότι θα τα κατάφερναν και μάλιστα με την πρώτη φορά, ξεκίνησαν ένα ένα να της εξηγούν τι ακριβώς συνέβαινε στην Ξωτικούπολη τα τελευταία χρόνια και της ζήτησαν να βοηθήσει την πόλη τους γιατί από ξωτικά είχαν καταντήσει σκλάβοι στα χέρια της κακιάς μάγισσας. Η Ούριελ όσο μιλούσαν δεν είπε τίποτα και αφού τελείωσαν η μορφή της έσβησε σιγά σιγά χωρίς καμιά απάντηση να έχει δοθεί στους φίλους μας. Ύστερα από λίγο καταλάγιασε ο αέρας και σταμάτησαν οι κεραυνοί. Οι τέσσερις συνωμότες κοιτάχτηκαν με φανερή απελπισία και έφυγαν σκυφτοί και πολύ στενοχωρημένοι για τα σπίτια τους.
Το βράδυ εφιάλτες στοίχειωναν τα όνειρα τους και το πρωί ήρθε θλιμμένο. Πήγαν στην εργασία τους κουρασμένοι και απογοητευμένοι. Και ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα γιατί από τη μια δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στην δουλειά τους και από την άλλη η κακιά μάγισσα τους φώναζε συνέχεια.
Καθώς προχωρούσε η μέρα μια νέα και πολύ όμορφη ξωτικιά εμφανίστηκε στο γραφείο και ζήτησε να δει την Κλοτίλδη Ισίδου. Εκείνη, την δέχθηκε αμέσως και μιλήσανε για αρκετή ώρα αν και δεν ξέρω να σας πω τι είπανε και βέβαια δεν μπορώ να φανταστώ, αφού όπως σας έχω πει η κακιά μάγισσα δεν μπορούσε να σκεφτεί μόνη της και η μόνη που μπορούσε να την βοηθήσει – η Λίλα Ξερόλα – εκείνη τη μέρα έλειπε. Κάποια στιγμή μόνο, ακούστηκαν οι στριγκές φωνές της, όταν κλαψούριζε πως την έχουν βάλει στο μάτι οι εχθροί της και θέλουν το κακό της. Και πως η ίδια μόνο καλό έχει κάνει στην ζωή της και βοηθά όλα τα ξωτικά που εμφανίζονται στο γραφείο της. Κανείς όμως δεν έδωσε σημασία γιατί αυτή τη συγκεκριμένη παράσταση την έβλεπαν αρκετά συχνά. Όσες φορές δηλαδή κάποιος αυλικός εντεταλμένος από τον βασιλιά τύχαινε να επισκεφθεί το γραφείο και ήθελε να του ρίξει στάχτη στα μάτια.
Την ώρα όμως που η όμορφη ξωτικιά, όπως μπορούσε να διακρίνει όποιος ήταν κοντά, προσπαθούσε να κάνει υπομονή και να ακούσει τις ανοησίες της κακιά μάγισσας για πολλοστή φορά, ένας από τους υποτακτικούς της τόλμησε να την πλησιάσει και να την ρωτήσει κάτι σχετικά με την διεκπεραίωση της υπόθεσης ενός Ξωτικοπολίτη. Τότε, και με υπερβολικό μένος, η Κλοτίλδη Ισίδου άρχισε να ουρλιάζει και να ωρύεται, μέσα σε ένα ντελίριο κακίας για τα βάσανα της και για το τι υποφέρει από τους ανίκανους υποτακτικούς της.
Εκείνη τη στιγμή, σηκώνεται από την καρέκλα της η όμορφη ξωτικιά και απαγγέλλοντας λόγια ανείπωτα, που ούτε τολμώ να σας τα μεταφέρω, γιατί ήμουν και γω εκεί και τα άκουσα, κάνει την κακιά μάγισσα μουγγή! Και ενώ αυτή προσπαθούσε να μιλήσει και είχε πραγματικά σκάσει από το κακό της, η όμορφη ξωτικιά μεταμορφώθηκε σε αυτό που πραγματικά ήταν. Η Ούριελ!
Οι τέσσερις φίλοι μας κοιτάχτηκαν με κρυφή ελπίδα και πριν ακόμη προλάβουν να σκάσουν ένα χαμόγελο, ένας κουκουλωμένος γεράκος που καθόταν σιωπηλός τόση ώρα σε μια γωνιά, σηκώθηκε και κινήθηκε προς το μέρος τους. Έβγαλε την κάπα του και όλοι αναγνώρισαν τον Βασιλιά τους, τον οποίο είχε ειδοποιήσει η Ούριελ μέσα από ένα όνειρο να πάει εκεί και φυσικά τόση ώρα είχε δει τι γινόταν και πολύ περισσότερο είχε ακούσει τις φοβισμένες συζητήσεις των υποτακτικών αλλά και των Ξωτικοπολιτών.
Η κακιά μάγισσα μόλις τον είδε υποκλίθηκε με δουλοπρέπεια και άρχισε να κλαψουρίζει. Βέβαια, όλοι όσοι ήμασταν εκεί μόνο τα δάκρυα της είδαμε γιατί κατά τα άλλα συνέχιζε να είναι μουγκή. Ο Βασιλιάς όμως αδιαφορώντας για τα ψευτοπαρακάλια της Κλοτίλδης ζήτησε με σεβασμό από Την Ούριελ να συζητήσουν προκειμένου να αποφασίσουν για την παραδειγματική τιμωρία της μάγισσας.Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να ανακοινωθεί στον κόσμο, που είχε ήδη μαζευτεί εκεί, η τιμωρία της. Και η τιμωρία της φίλοι μου ήταν πραγματικά τρομερή! Γιατί θα πρέπει να ξέρετε πως για τον κάθε κακό μάγο αυτού του κόσμου υπάρχει και μια ξεχωριστή τιμωρία. Τέτοια, που να τον κάνει να υποφέρει για την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να μπορεί να κάνει ο ίδιος τίποτα για να την αλλάξει.
Αποφασίστηκε λοιπόν για την Κλοτίλδη Ισίδου και ανακοινώθηκε από το στόμα του ίδιου του Βασιλιά, να παραμείνει μουγκή έτσι ώστε ποτέ πια να μην μπορεί να ενοχλήσει κανέναν με τις αγριοφωνάρες της. Επίσης, της αφαιρέθηκε όλη η μαγική της δύναμη και ο Γκανού το κακό πνεύμα που ήταν βοηθός της όλον αυτό τον καιρό ρίχτηκε από την Ούριελ στην Απόλυτη Άβυσσο. Τέλος και για να μην μείνει άνεργη η κακιά μάγισσα αν και αρχικά είχε προταθεί να την ξαποστείλουν στους παγετώνες της Θουλκάντρα, ο Βασιλιάς την έκανε βοηθό της πλύστρας του, για να μπορεί να την παρακολουθεί κιόλας. Η αμοιβή της για την εργασία που θα προσέφερε θα ήταν ένα πιάτο φαγητό για κάθε δέκα κιλά μπουγάδας. Η περιουσία που εν τω μεταξύ είχε αποκτήσει κλέβοντας τους ξωτικοπολίτες, μοιράστηκε στους πιο φτωχούς από αυτούς. Και όπως σε κάθε ωραίο παραμύθι όλη η πόλη γιόρτασε με πολυήμερο γλέντι την τιμωρία της κακιάς μάγισσας.Όσο για την παρέα των τεσσάρων συνωμοτών αφού συμμετείχαν σε όλες τις εορταστικές εκδηλώσεις ως τιμώμενα πρόσωπα, συνέχισαν να εργάζονται στο Γραφείο Διεκπεραιώσεως Επικοινωνίας με την Ονειροχώρα έχοντας την Ζαθού τώρα πια στον ρόλο της Γενικής Συντονίστριας και έχοντας ξεφορτωθεί την Λίλα Ξερόλα αφού ο Βασιλιάς αποφάσισε να την στείλει στους τρολ όπου και ανήκε.
Αυτό φίλοι μου ήταν το παραμύθι για την Ξωτικούπολη με τα καλόκαρδα ξωτικά και τους χαμογελαστούς ανθρώπους, που γλύτωσαν από την τυραννία της κακιάς μάγισσας και από τότε ζουν ευτυχισμένοι. Και μην νομίζετε πως όσα διαβάσατε συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια. Το αντίθετο μάλιστα. Γιατί παντού και πάντα υπάρχει το πνεύμα της δικαιοσύνης – η Ούριελ – που στο τέλος επιβάλλεται σε δικαίους και αδίκους και αλίμονο στους κακούς μάγους και μάγισσες που θα βρεθούν στον δρόμο της…