Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΕΣ


Ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει και ο Μηνάς είχε πιάσει ήδη δουλειά.

Κάθε μέρα εκεί … στην σκουπιδιάρα … δεν τον πείραζε πια. Στην αρχή δεν άντεχε. Ταπεινωτικό. Και αυτή η μυρωδιά ανυπόφορη. Όλα αυτά όμως άλλαξαν μια μέρα.

Ήταν τότε που το είχε βρει. Ακόμη δεν μπορεί να καταλάβει τι τον είχε κάνει να ανοίξει εκείνη την σκουπιδοσακούλα. Όταν το έκανε βρήκε ένα μικρό θησαυρό. Ένα βιβλίο τόσο παλιοκαιρισμένο και εύθραυστο που φοβήθηκε μην σκιστεί όταν το έπιασε στα χέρια του.

«τι το θες αυτό ρε Μηνά; παλιατσούρα είναι … πέτα το!» Του είχε πει ένας από τους συναδέλφους του.

Αυτός το έσφιξε στα χέρια του και δεν το άφησε όλη μέρα.

Το άνοιξε όταν πήγε σπίτι.

Το διάβασε μονορούφι. Ήταν απίστευτο … μια θεότρελη ιστορία για πόλεις μέσα σε πόλεις, για ερημικά στενά που οδηγούν σε μαγικά μέρη. Ήταν τόσο καλογραμμένη όμως που δεν μπόρεσε να σταματήσει το διάβασμα. Το πιο παράξενο ήταν πως είχε και χάρτη με περιοχές από την πόλη του …

Μερόνυχτα ολόκληρα το σκέφτονταν… δεν μπορούσε να κοιμηθεί…

«και αν?»

Ώσπου το πήρε απόφαση. Πήρε το βιβλίο για οδηγό και ένα απόγευμα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα ξεκίνησε.

Η πόλη ήταν όπως την ήξερε. Βαρετή και εκνευριστικά ήσυχη. Έπιασε μια από τις διαδρομές και είπε να την ακολουθήσει. Ο πρώτος σταθμός ήταν στο στενάκι δίπλα από το Δημαρχείο. Είχε περάσεις χιλιάδες φορές από εκεί. Τίποτα δεν υπήρχε. Τα σπίτια όπως και σε αρκετές άλλες παλιές πόλεις ήταν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Ο χάρτης όμως, έδειχνε πως υπήρχε πέρασμα ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο σπίτι. Μα όχι. Βλακείες… τόσες φορές είχε περάσει από εκεί! Θα το είχε προσέξει!

Παρόλα αυτά αποφάσισε να πάει. Δεν ήταν και μακριά και για πρώτη φορά η ησυχία που επικρατούσε αυτήν την ώρα δεν τον εξόργιζε! Μόλις έφτασε στάθηκε στο σημείο που υποδείκνυε το βιβλίο και περίμενε. Όλα ήταν όπως τα γνώριζε. «Μα τι περίμενες ηλίθιε; Τόσα χρόνια περνάς από δω! Λες ξαφνικά να δεις μικρά πράσινα ανθρωπάκια να βγαίνουν από το σπίτι της κυρα-Μάρως;» είχε ήδη γυρίσει για να φύγει όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε κάποιου είδους κίνηση. Νόμιζε πως ήταν η ιδιοκτήτρια και γύρισε να την χαιρετήσει. Όμως… όμως… δεν μπορεί! Ανοιγόκλεισε τα μάτια του αρκετές φορές για να διαπιστώσει αν αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια! Και ήταν! Ένα μικρό δρομάκι χώριζε τα δυο σπίτια. Ένα δρομάκι που ίσα – ίσα χώραγε ένας άνθρωπος για να περάσει!

Αποφάσισε να μπει να δει που οδηγούσε. Καθώς προχώρησε κανα δυο βήματα είδε πως στους φράχτες από τα σπίτια υπήρχαν μπουκαμβίλιες! Μύριζαν υπέροχα! Ο δρόμος ήταν από πέτρα φτιαγμένος και επειδή ήταν αρκετά στενός έκανε χώρο μέσα από τα κλαριά για να περάσει. Ήταν μαγεμένος! Όχι τόσο από το θέαμα αλλά επειδή δεν μπορούσε να διανοηθεί πως αυτός ο δρόμος που δεν είχε προσέξει ποτέ μέχρι τώρα οδηγούσε… που; Δεν ήξερε και δεν τον ένοιαζε. Συνέχισε να προχωρά χωρίς να σκέφτεται και πολλά.

Στο τέλος το είδε! Έμοιαζε με ψεύτικο! Δεν θα μπορούσε ούτε στα πιο τρελά όνειρα του να φανταστεί πως υπήρχε τέτοιο μέρος! Κάθισε και κοιτούσε έκθαμβος για αρκετή ώρα. Το μυαλό του είχε σταματήσει. Κοιτούσε μόνο το τοπίο. «εδώ θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένος», σκέφτηκε κάποια στιγμή.

Κάθισε κάτω. Ώρες ατελείωτες, ώσπου άρχισε να κρυώνει. «πέρασε η ώρα…» σκέφτηκε.

Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και συνειδητοποίησε πόσο πολύ κουρασμένος ήταν και πόσο κρύωνε. «θα πάω σπίτι να ξεκουραστώ και θα έρθω αύριο προετοιμασμένος. Τι προετοιμασμένος! Θα πάρω λίγα πράγματα μαζί μου και θα έρθω να μείνω μόνιμα εδώ. Ναι! Αυτό θα κάνω! Θα μείνω εδώ! Τέρμα η σκουπιδιάρα, τέρμα η αβάσταχτη βρώμα, τέρμα η μιζέρια! Αυτός ο τόπος μου ταιριάζει!»

Γύρισε σπίτι του. Κοιμήθηκε και είδε τα πιο όμορφα όνειρα που είχε δει ποτέ άνθρωπος! Ξύπνησε κεφάτος. Δεν πήγε στην δουλειά του. Τηλεφώνησε πως δεν αισθανόταν καλά και πήρε άδεια. Έφαγε ένα καλό πρωινό, ετοίμασε λίγα ρούχα και κάτι πρόχειρο για να φάει, τα έβαλε σε έναν μικρό εκδρομικό σάκο που είχε και περίμενε να έρθει το απόγευμα.

Την ίδια ακριβώς ώρα όπως και την προηγούμενη μέρα ήταν απ’ έξω από το σπίτι και περίμενε. Έκανε πως χαζεύει προκειμένου να δει με την άκρη του ματιού του τις αλλαγές στο τοπίο όπως και την χθεσινή μέρα. Όλα τα ίδια, όλα με τελετουργική ευλάβεια…

Περίμενε…

Σε κάποια ώρα άρχισε να νυχτώνει. Ο Μηνάς άρχισε να ανησυχεί, να γίνεται νευρικός… «μα γιατί; Όλα τα ίδια τα έκανα…» σκεφτόταν τι μπορούσε να έχει γίνει. Όλο το βράδυ δεν έφυγε από το στενάκι.

Ούτε την επόμενη, την μεθεπόμενη… κάθισε στον τοίχο και περίμενε…

Όποιος τον ρωτούσε απαντούσε πως απλά καθόταν, δεν πείραζε κανέναν… απλά καθόταν…

Οι γείτονες ανησύχησαν, φοβήθηκαν… ήξεραν τον Μηνά, όλη η πόλη τον ήξερε… πως έχασε το μαγαζάκι του, πως μετά από χίλια βάσανα βρήκε την δουλειά στον Δήμο… πως είχε απομακρυνθεί από όλους και από όλα… πως ντρεπόταν…

Κάποια στιγμή, το απόγευμα της πέμπτης μέρας, ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Λιποθύμησε και όταν συνήλθε τον έβαζαν πάνω σε ένα φορείο. Τον πήγαιναν στο νοσοκομείο. Ο Μηνάς εξαντλημένος και απίστευτα απογοητευμένος, αφέθηκε στους ανθρώπους που τον περιμάζεψαν και ξάπλωσε στο φορείο.

Όμως καθώς έγειρε κάποια στιγμή το κεφάλι του στο πλάι, διέκρινε μια αδιαόρατη κίνηση ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο σπίτι. Άρχισε να ουρλιάζει να τον αφήσουν να φύγει. Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις για να μπορέσει να ξεφύγει από τους τραυματιοφορείς… μάταια όμως. Αυτοί θεώρησαν πως υπέστη κάποιο σοκ και αναγκάστηκαν να τον δέσουν στο φορείο.

Η πόλη στοίχειωσε από τα ουρλιαχτά και τα κλάματα του…

Οι γιατροί είπαν πως χρειαζόταν εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική…

Μετά από καιρό κάποιοι συνάδελφοι του τον επισκέφτηκαν να δουν πως πάει. Όταν τον επισκέφτηκαν στο δωμάτιο του –το προσωπικό τους είπε πως δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ από εκεί- τον βρήκαν να ζωγραφίζει.

Όπως τους είπαν, όλη μέρα ζωγράφιζε μπουκαμβίλιες . Είχε γεμίσει το δωμάτιο με τα έργα του.

Δεν μίλησε σε κανέναν.

Όπως τους είπαν, δεν μιλούσε ποτέ σε κανέναν.

Όπως τους είπαν, δεν είχε καμιά ελπίδα για να βγει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου